νεκυοπομπός: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nekyopompos | |Transliteration C=nekyopompos | ||
|Beta Code=nekuopompo/s | |Beta Code=nekuopompo/s | ||
|Definition=(''[[sc.]]'' [[λίμνη]]), ἡ, name of a mythical lake, Sch.Od. | |Definition=(''[[sc.]]'' [[λίμνη]]), ἡ, name of a mythical lake, Sch.Od.p.5 Buttm. (cf. Jo. Malal.p.121). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 13:16, 25 August 2023
English (LSJ)
(sc. λίμνη), ἡ, name of a mythical lake, Sch.Od.p.5 Buttm. (cf. Jo. Malal.p.121).
Greek (Liddell-Scott)
νεκυοπομπός: νεκροπομπός, ὁ πέμπων τοὺς νεκρούς, Ἰω. Μαλαλ. σ. 121, 8, κλ.
Greek Monolingual
νεκυοπομπός, -όν (Μ)
νεκροπομπός, αυτός που στέλνει τους νεκρούς στον Άδη
2. «νεκυοπομπός (ενν. λίμνη)» — ονομασία μυθικής λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, -υος «νεκρός» + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ιερο-πομπός, νεκρο-πομπός.