λιθοειδής: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lithoeidis | |Transliteration C=lithoeidis | ||
|Beta Code=liqoeidh/s | |Beta Code=liqoeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=λιθοειδές, [[like stone]], Hp.''Morb.''4.55, Pl.''Ti.''74a, Gal.2.745, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0045.png Seite 45]] ές, steinartig; [[περίβολος]], Plat. Tim. 74 a; Galen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0045.png Seite 45]] ές, steinartig; [[περίβολος]], Plat. Tim. 74 a; Galen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐθοειδής:''' [[подобный камню]] ([[περίβολος]] Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[λιθοειδής]], -ές)<br />ο όμοιος με λίθο, αυτός που έχει τα γνωρίσματα του λίθου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> α) «λιθοειδές [[οστό]]» — το [[τμήμα]] του κροταφικού οστού που περιέχει το όργανο της ακοής και τον πόρο του προσωπικού νεύρου<br />β) «λιθοειδές [[νεύρο]]» — ένα από τα [[τρία]] [[νεύρα]] της περιοχής του κροταφικού οστού, το οποίο [[είναι]] [[κλάδος]] του καρωτιδικού συμπαθητικού νεύρου. | |mltxt=-ές (Α [[λιθοειδής]], -ές)<br />ο όμοιος με λίθο, αυτός που έχει τα γνωρίσματα του λίθου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> α) «λιθοειδές [[οστό]]» — το [[τμήμα]] του κροταφικού οστού που περιέχει το όργανο της ακοής και τον πόρο του προσωπικού νεύρου<br />β) «λιθοειδές [[νεύρο]]» — ένα από τα [[τρία]] [[νεύρα]] της περιοχής του κροταφικού οστού, το οποίο [[είναι]] [[κλάδος]] του καρωτιδικού συμπαθητικού νεύρου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:16, 25 August 2023
English (LSJ)
λιθοειδές, like stone, Hp.Morb.4.55, Pl.Ti.74a, Gal.2.745, etc.
German (Pape)
[Seite 45] ές, steinartig; περίβολος, Plat. Tim. 74 a; Galen.
Russian (Dvoretsky)
λῐθοειδής: подобный камню (περίβολος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοειδής: -ές, ὅμοιος λίθῳ, Πλάτ. Τίμ. 74Α, Γαλην.
Greek Monolingual
-ές (Α λιθοειδής, -ές)
ο όμοιος με λίθο, αυτός που έχει τα γνωρίσματα του λίθου
νεοελλ.
φρ. ανατ. α) «λιθοειδές οστό» — το τμήμα του κροταφικού οστού που περιέχει το όργανο της ακοής και τον πόρο του προσωπικού νεύρου
β) «λιθοειδές νεύρο» — ένα από τα τρία νεύρα της περιοχής του κροταφικού οστού, το οποίο είναι κλάδος του καρωτιδικού συμπαθητικού νεύρου.