πρόσλημμα: Difference between revisions

From LSJ

ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνονPlato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proslimma
|Transliteration C=proslimma
|Beta Code=pro/slhmma
|Beta Code=pro/slhmma
|Definition=ατος, τό, [[upper garment]], τῆς θεοῦ <span class="title">Michel</span> 832.20 (Samos, iv B.C.).
|Definition=-ατος, τό, [[upper garment]], τῆς θεοῦ ''Michel'' 832.20 (Samos, iv B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσλημμα Medium diacritics: πρόσλημμα Low diacritics: πρόσλημμα Capitals: ΠΡΟΣΛΗΜΜΑ
Transliteration A: próslēmma Transliteration B: proslēmma Transliteration C: proslimma Beta Code: pro/slhmma

English (LSJ)

-ατος, τό, upper garment, τῆς θεοῦ Michel 832.20 (Samos, iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 772] τό, das noch außerdem dazu Genommene, Gregor. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσλημμα: τό, τὸ προσληφθέν, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 524Β, κλπ.

Greek Monolingual

-ήμματος, τὸ, Α προσλαμβάνω
1. επιπρόσθετη απόκτηση, πρόσκτηση
2. το εξωτερικό ένδυμα
3. εκκλ. η επί πλέον απόκτηση της θείας και της ανθρώπινης φύσης μέσω της σαρκώσεως από τον Υιό του Θεού.