πυλαϊκός: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pylaikos
|Transliteration C=pylaikos
|Beta Code=pulai+ko/s
|Beta Code=pulai+ko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">silly</b>, ὀχλαγωγία <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pyrrh.</span>29</span>.</span>
|Definition=πυλαϊκή, πυλαϊκόν, [[silly]], ὀχλαγωγία Plu.''Pyrrh.''29.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0817.png Seite 817]] possenhaft, [[ὀχλαγωγία]] Plut. Pyrrh. 29.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0817.png Seite 817]] possenhaft, [[ὀχλαγωγία]] Plut. Pyrrh. 29.
}}
{{elnl
|elnltext=πυλαϊκός -ή -όν [Πυλαία] als bij het, overdr. dom, dwaas.
}}
{{elru
|elrutext='''πῠλαϊκός:''' (ῑ) пустяковый, вздорный ([[ὀχλαγωγία]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠλᾱϊκός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν Πυλαίαν, ὁ τῆς Πυλαίας, Πυλ. [[κόλπος]] Στράβ. 9, 430· Πυλ. [[πανήγυρις]] [[αὐτόθι]] 436· [[ταῦτα]] μέν ἐστι Πυλαϊκῆς ὀχλαγωγίας Πλουτ. Πύρρ. 29· πρβλ. πυλαία ΙΙ.
|lstext='''πῠλᾱϊκός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν Πυλαίαν, ὁ τῆς Πυλαίας, Πυλ. [[κόλπος]] Στράβ. 9, 430· Πυλ. [[πανήγυρις]] [[αὐτόθι]] 436· [[ταῦτα]] μέν ἐστι Πυλαϊκῆς ὀχλαγωγίας Πλουτ. Πύρρ. 29· πρβλ. πυλαία ΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[Πύλαι]] / [[πυλαία]]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[πυλαία]], δηλ. με τη σύνοδο του αμφικτιονικού συνεδρίου στις Θερμοπύλες<br /><b>2.</b> αγύρτικος, [[ψεύτικος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῠλᾱϊκός:''' -ή, -όν, [[αστείος]], [[ανόητος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Latest revision as of 13:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλᾱϊκός Medium diacritics: πυλαϊκός Low diacritics: πυλαϊκός Capitals: ΠΥΛΑΪΚΟΣ
Transliteration A: pylaïkós Transliteration B: pylaikos Transliteration C: pylaikos Beta Code: pulai+ko/s

English (LSJ)

πυλαϊκή, πυλαϊκόν, silly, ὀχλαγωγία Plu.Pyrrh.29.

German (Pape)

[Seite 817] possenhaft, ὀχλαγωγία Plut. Pyrrh. 29.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυλαϊκός -ή -όν [Πυλαία] als bij het, overdr. dom, dwaas.

Russian (Dvoretsky)

πῠλαϊκός: (ῑ) пустяковый, вздорный (ὀχλαγωγία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πῠλᾱϊκός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν Πυλαίαν, ὁ τῆς Πυλαίας, Πυλ. κόλπος Στράβ. 9, 430· Πυλ. πανήγυρις αὐτόθι 436· ταῦτα μέν ἐστι Πυλαϊκῆς ὀχλαγωγίας Πλουτ. Πύρρ. 29· πρβλ. πυλαία ΙΙ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α Πύλαι / πυλαία]
1. ο σχετικός με την πυλαία, δηλ. με τη σύνοδο του αμφικτιονικού συνεδρίου στις Θερμοπύλες
2. αγύρτικος, ψεύτικος.

Greek Monotonic

πῠλᾱϊκός: -ή, -όν, αστείος, ανόητος, σε Πλούτ.