πολυδήριτος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polydiritos
|Transliteration C=polydiritos
|Beta Code=poludh/ritos
|Beta Code=poludh/ritos
|Definition=ον, [[much-contested]], <span class="bibl">Opp. <span class="title">H.</span>5.328</span>.
|Definition=πολυδήριτον, [[much-contested]], Opp. ''H.''5.328.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός για τον οποίο δημιουργούνται πολλές φιλονικίες, αυτός για τον οποίο γίνονται πολλές έριδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δῆρις]], -<i>ιτος</i> «[[μάχη]]» (<b>πρβλ.</b> <i>αμφι</i>-<i>δήριτος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός για τον οποίο δημιουργούνται πολλές φιλονικίες, αυτός για τον οποίο γίνονται πολλές έριδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δῆρις]], -<i>ιτος</i> «[[μάχη]]» ([[πρβλ]]. [[αμφιδήριτος]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυδήρῑτος Medium diacritics: πολυδήριτος Low diacritics: πολυδήριτος Capitals: ΠΟΛΥΔΗΡΙΤΟΣ
Transliteration A: polydḗritos Transliteration B: polydēritos Transliteration C: polydiritos Beta Code: poludh/ritos

English (LSJ)

πολυδήριτον, much-contested, Opp. H.5.328.

German (Pape)

[Seite 662] viel bestritten, um was viel gekämpft wird, Opp. Hal. 5, 328.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδήρῑτος: -ον, περιμάχητος, Ὀππ. Ἁλ. 5, 328.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός για τον οποίο δημιουργούνται πολλές φιλονικίες, αυτός για τον οποίο γίνονται πολλές έριδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δῆρις, -ιτος «μάχη» (πρβλ. αμφιδήριτος)].