φλάσμα: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(6_21)
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=flasma
|Transliteration C=flasma
|Beta Code=fla/sma
|Beta Code=fla/sma
|Definition=ατος, τό, Ion. for <b class="b3">θλάσμα</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>36</span>, al.
|Definition=-ατος, τό, Ion. for [[θλάσμα]], Hp.''Art.''36, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλάσμα''': τό, Ἰων. ἀντὶ [[θλάσμα]], Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 802· «φλάσματα, διὰ τοῦ φ καλεῖν [[ἔθος]] Ἱπποκράτει κατὰ τὴν τῶν Ἰώνων διάλεκτον, ἃ πρὸς ἡμῶν ὀνομάζεται διὰ τοῦ θ θλάσματα» Γαλην. τόμ. 12, σ. 98.
|lstext='''φλάσμα''': τό, Ἰων. ἀντὶ [[θλάσμα]], Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 802· «φλάσματα, διὰ τοῦ φ καλεῖν [[ἔθος]] Ἱπποκράτει κατὰ τὴν τῶν Ἰώνων διάλεκτον, ἃ πρὸς ἡμῶν ὀνομάζεται διὰ τοῦ θ θλάσματα» Γαλην. τόμ. 12, σ. 98.
}}
{{grml
|mltxt=-ατος, τὸ, Α [[φλῶ]]<br /><b>ιων. τ.</b> [[θλάσμα]].
}}
}}

Latest revision as of 13:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλάσμα Medium diacritics: φλάσμα Low diacritics: φλάσμα Capitals: ΦΛΑΣΜΑ
Transliteration A: phlásma Transliteration B: phlasma Transliteration C: flasma Beta Code: fla/sma

English (LSJ)

-ατος, τό, Ion. for θλάσμα, Hp.Art.36, al.

German (Pape)

[Seite 1290] τό, ion. statt θλάσμα, Quetschung, Contusion, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

φλάσμα: τό, Ἰων. ἀντὶ θλάσμα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 802· «φλάσματα, διὰ τοῦ φ καλεῖν ἔθος Ἱπποκράτει κατὰ τὴν τῶν Ἰώνων διάλεκτον, ἃ πρὸς ἡμῶν ὀνομάζεται διὰ τοῦ θ θλάσματα» Γαλην. τόμ. 12, σ. 98.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α φλῶ
ιων. τ. θλάσμα.