συνάσκησις: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synaskisis | |Transliteration C=synaskisis | ||
|Beta Code=suna/skhsis | |Beta Code=suna/skhsis | ||
|Definition=εως, ἡ, [[training]], opp. [[φύσις]], Phld. | |Definition=-εως, ἡ, [[training]], opp. [[φύσις]], Phld.''Rh.''1.1, cf. D.H.2.74, S.E.''M.''7.146, 11.248; [[military training]], Ael.Tact.3.1; σ. ὅπλων Lyd.''Mag.''3.33. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:24, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, training, opp. φύσις, Phld.Rh.1.1, cf. D.H.2.74, S.E.M.7.146, 11.248; military training, Ael.Tact.3.1; σ. ὅπλων Lyd.Mag.3.33.
German (Pape)
[Seite 1005] ἡ, gemeinschaftliche Uebung; Clem. Al.; S. Emp.
Russian (Dvoretsky)
συνάσκησις: εως ἡ упражнение, практика Sext.
Greek (Liddell-Scott)
συνάσκησις: ἡ, ἡ ἀπὸ κοινοῦ, ἡνωμένη ἄσκησις, συνεχὴς ἄσκησις, Διον. Ἁλ. 2. 74, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 146, κτλ.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ συνασκῶ
1. στρατιωτική άσκηση
2. εκκλ. άσκηση στον μοναστικό βίο πολλών μοναχών μαζί
αρχ.
άσκηση συνεχής και έντονη («ἔκ τινος συνασκήσεως καὶ τριβῆς», Σέξτ. Εμπ.).