ὀρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orodis
|Transliteration C=orodis
|Beta Code=o)rw/dhs
|Beta Code=o)rw/dhs
|Definition=ες, (ὄρος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mountainous</b>, EM208.4. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (ὀρός) <b class="b2">like whey, serous</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>5.9.7</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>14.13</span>, cf. <span class="bibl">6.765</span> K. [Freq. <b class="b3">ὀρρ-</b> in codd.]</span>
|Definition=ὀρῶδες, ([[ὄρος]])<br><span class="bld">A</span> [[mountainous]], EM208.4.<br><span class="bld">II</span> ([[ὀρός]]) [[like whey]], [[serous]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.9.7, Gal.''UP''14.13, cf. 6.765 K. [Freq. <b class="b3">ὀρρ-</b> in codd.]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρώδης''': -ες, ([[ὄρος]]) [[ὀρεινός]], ἀντὶ ὀροειδής, Ἐτυμολ. Μέγ. 208. 4.
|lstext='''ὀρώδης''': -ες, ([[ὄρος]]) [[ὀρεινός]], ἀντὶ ὀροειδής, Ἐτυμολ. Μέγ. 208. 4.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ορρώδης]], -ες (Α [[ὀρώδης]] και [[ὀρρώδης]], -ῶδες) [[ορός]]<br />αυτός που μοιάζει με ορό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> αυτός που αποτελείται ή παράγει [[υγρό]] που μοιάζει με τον ορό του αίματος (α. «ορώδες [[εξίδρωμα]]» β. «[[ορώδης]] [[μηνιγγίτιδα]]»).<br /><b>(II)</b><br />[[ὀρώδης]], -ῶδες (Α) [<i>όρος</i> (II)]<br />[[ορεινός]], [[βουνήσιος]].
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρώδης Medium diacritics: ὀρώδης Low diacritics: ορώδης Capitals: ΟΡΩΔΗΣ
Transliteration A: orṓdēs Transliteration B: orōdēs Transliteration C: orodis Beta Code: o)rw/dhs

English (LSJ)

ὀρῶδες, (ὄρος)
A mountainous, EM208.4.
II (ὀρός) like whey, serous, Thphr. CP 5.9.7, Gal.UP14.13, cf. 6.765 K. [Freq. ὀρρ- in codd.]

German (Pape)

[Seite 390] ες, 1) (ὄρος) bergartig, gebirgig, VLL, – 2) (ὀρός) molkenartig, molkig, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρώδης: -ες, (ὄρος) ὀρεινός, ἀντὶ ὀροειδής, Ἐτυμολ. Μέγ. 208. 4.

Greek Monolingual

(I)
και ορρώδης, -ες (Α ὀρώδης και ὀρρώδης, -ῶδες) ορός
αυτός που μοιάζει με ορό
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που αποτελείται ή παράγει υγρό που μοιάζει με τον ορό του αίματος (α. «ορώδες εξίδρωμα» β. «ορώδης μηνιγγίτιδα»).
(II)
ὀρώδης, -ῶδες (Α) [όρος (II)]
ορεινός, βουνήσιος.