τυντλώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tyntlodis
|Transliteration C=tyntlodis
|Beta Code=tuntlw/dhs
|Beta Code=tuntlw/dhs
|Definition=τυντλώδες, [[muddy]], [[λόγος]] (οἷον πεπατημένος καὶ κοινός) ''Com.Adesp.''909.
|Definition=τυντλῶδες, [[muddy]], [[λόγος]] (οἷον πεπατημένος καὶ κοινός) ''Com.Adesp.''909.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 06:30, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυντλώδης Medium diacritics: τυντλώδης Low diacritics: τυντλώδης Capitals: ΤΥΝΤΛΩΔΗΣ
Transliteration A: tyntlṓdēs Transliteration B: tyntlōdēs Transliteration C: tyntlodis Beta Code: tuntlw/dhs

English (LSJ)

τυντλῶδες, muddy, λόγος (οἷον πεπατημένος καὶ κοινός) Com.Adesp.909.

Greek (Liddell-Scott)

τυντλώδης: -ες, (εἶδος) πηλώδης, λασπώδης, «τυντλώδης καὶ ληρώδης λόγος, οἷον ὁ πεπατημένος καὶ κοινός· τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλὸς» Α. Β. 65, 15.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α τύντλος)
1. (κατά το λεξ. Σούδα) λασπώδης
2. μτφ. (κατά τον Φρύν. στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τυντλώδης και ληρώδης λόγος, οἷονπεπατημένος καὶ κοινός
τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλός».

German (Pape)

ες, kotig, schlammig, Hesych., λόγος τ. καὶ ληρώδης, Phryn. in B.A. 65.