φοινικήϊος: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=foinikiios | |Transliteration C=foinikiios | ||
|Beta Code=foinikh/i+os | |Beta Code=foinikh/i+os | ||
|Definition=η, ον, Ion. for | |Definition=η, ον, Ion. for [[φοινίκειος]],<br><span class="bld">A</span> = [[φοινίκινος]] ''1'', [[of the datepalm]], <b class="b3">ἐσθὴς φ.</b> clothing [[of palm leaves]], [[Herodotus|Hdt.]]4.43; <b class="b3">οἶνος φ.</b> [[palm]]-wine, Id.2.86; <b class="b3">βίκους φοινικηΐους</b> (-ηΐου Valla).. οἴνου πλέους 1.194; <b class="b3">φοινικηΐη νοῦσος</b>, = [[ἐλεφαντίασις]], Hp. ap. Gal.19.153.<br><span class="bld">II</span> [[Phoenician]], [[Herodotus|Hdt.]]3.37, 8.90, 97; <b class="b3">γράμματα Φοινικήϊα</b>, of the ancient Ionic alphabet, Id.5.58, cf. Scamon 2; [[Φ]]. alone, ''SIG''38.37 (Teos, v B. C.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] ion. statt [[φοινίκειος]], [[φοινίκεος]] 2; ἐσθὴς φοινικηΐη, ein Kleid aus den Blättern od. dem Baste des Palmbaumes, Her. 4, 43; [[οἶνος]], Palmwein, 1, 193. 2, 86. 3, 20; φοινικηΐη [[νοῦσος]], = [[ἐλεφαντίασις]], Hippocr. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br /><i>ion. c.</i> [[φοινίκειος]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φοινῑκήϊος''': -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ [[φοινίκειος]], = [[φοινίκινος]] Ι, ὁ ἐκ φοίνικος ἢ φοινικοδένδρου («χουρμαδιᾶς»), ἐσθὴς φοινικηίη, [[ἔνδυμα]] ἐκ φύλλων φοίνικος, Ἡρόδ. 4. 43· φ. [[οἶνος]], [[οἶνος]] ἐκ φοινίκων («χουρμάδων»), [[αὐτόθι]] 2. 86, κλπ.· [[οὕτως]] ἐν 1. 194· ὁ Valla διώρθωσε βίκους φοινικηίου... οἴνου (ἀντὶ -ηίους)· ― φοινικηίη [[νοῦσος]] = [[ἐλεφαντίασις]], Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. ὁ ἐκ Φοινίκης, [[Φοινικικός]], Ἡρόδ. 3. 37., 8. 90 καὶ 97· Φοινικήια γράμματα, ὁ [[ἀρχαῖος]] Ἰων. [[ἀλφάβητος]], ὁ αὐτ. 5. 58, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 37, καὶ Böckh ἐν τόπῳ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ΐη, -ον, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[φοινίκειος]] (II).<br /><b>(II)</b><br />-ΐη, -ον, Α<br />(ιων.τ.) <b>βλ.</b> [[φοινίκειος]] (Ι). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φοινῑκήϊος:''' -η, -ον, Ιων. αντί [[φοινίκειος]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προέρχεται από Φοίνικα, <i>ἐσθὴς φοινικηΐη</i>, [[ένδυμα]] από φύλλου φοίνικα, σε Ηρόδ.· [[φοινικήϊος]] [[οἶνος]], [[κρασί]] από χουρμάδες (φοίνικες), στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοινικικός]], σε Ηρόδ.· <i>Φοινικήϊα γράμματα</i>, λέγεται για το αρχαίο Ιωνικό [[αλφάβητο]], σε ίδ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:03, 4 September 2023
English (LSJ)
η, ον, Ion. for φοινίκειος,
A = φοινίκινος 1, of the datepalm, ἐσθὴς φ. clothing of palm leaves, Hdt.4.43; οἶνος φ. palm-wine, Id.2.86; βίκους φοινικηΐους (-ηΐου Valla).. οἴνου πλέους 1.194; φοινικηΐη νοῦσος, = ἐλεφαντίασις, Hp. ap. Gal.19.153.
II Phoenician, Hdt.3.37, 8.90, 97; γράμματα Φοινικήϊα, of the ancient Ionic alphabet, Id.5.58, cf. Scamon 2; Φ. alone, SIG38.37 (Teos, v B. C.).
German (Pape)
[Seite 1295] ion. statt φοινίκειος, φοινίκεος 2; ἐσθὴς φοινικηΐη, ein Kleid aus den Blättern od. dem Baste des Palmbaumes, Her. 4, 43; οἶνος, Palmwein, 1, 193. 2, 86. 3, 20; φοινικηΐη νοῦσος, = ἐλεφαντίασις, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
ion. c. φοινίκειος.
Greek (Liddell-Scott)
φοινῑκήϊος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ φοινίκειος, = φοινίκινος Ι, ὁ ἐκ φοίνικος ἢ φοινικοδένδρου («χουρμαδιᾶς»), ἐσθὴς φοινικηίη, ἔνδυμα ἐκ φύλλων φοίνικος, Ἡρόδ. 4. 43· φ. οἶνος, οἶνος ἐκ φοινίκων («χουρμάδων»), αὐτόθι 2. 86, κλπ.· οὕτως ἐν 1. 194· ὁ Valla διώρθωσε βίκους φοινικηίου... οἴνου (ἀντὶ -ηίους)· ― φοινικηίη νοῦσος = ἐλεφαντίασις, Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. ὁ ἐκ Φοινίκης, Φοινικικός, Ἡρόδ. 3. 37., 8. 90 καὶ 97· Φοινικήια γράμματα, ὁ ἀρχαῖος Ἰων. ἀλφάβητος, ὁ αὐτ. 5. 58, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 37, καὶ Böckh ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
(I)
-ΐη, -ον, Α
ιων. τ. βλ. φοινίκειος (II).
(II)
-ΐη, -ον, Α
(ιων.τ.) βλ. φοινίκειος (Ι).
Greek Monotonic
φοινῑκήϊος: -η, -ον, Ιων. αντί φοινίκειος·
I. αυτός που προέρχεται από Φοίνικα, ἐσθὴς φοινικηΐη, ένδυμα από φύλλου φοίνικα, σε Ηρόδ.· φοινικήϊος οἶνος, κρασί από χουρμάδες (φοίνικες), στον ίδ.
II. φοινικικός, σε Ηρόδ.· Φοινικήϊα γράμματα, λέγεται για το αρχαίο Ιωνικό αλφάβητο, σε ίδ.