νόμαιος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nomaios
|Transliteration C=nomaios
|Beta Code=no/maios
|Beta Code=no/maios
|Definition=α, ον, ([[νόμος]]) Ion. and later Gr. for [[νόμιμος]],<br><span class="bld">A</span> [[customary]]: [[νόμαια]], τά, [[customs]], [[usages]], ξεινικὰ ν. Hdt.1.135; Ἑλληνικὰ ν. Id.2.91, al., cf. Max.Tyr.38.3; λίθων λευκῶν νομαίων ''Inscr.Délos'' 290.206 (iii B.C.): sg., Hdt.2.49.<br><span class="bld">2</span> [[prescribed by law]], ἐκκλησία ''SIG''589.4 (Magn. Mae., ii B.C.), cf. ''GDI''5699 (Samos); <b class="b3">ν. ἐπαραί</b> ib.5653c10 (Chios).
|Definition=α, ον, ([[νόμος]]) Ion. and later Gr. for [[νόμιμος]],<br><span class="bld">A</span> [[customary]]: [[νόμαια]], τά, [[customs]], [[usages]], ξεινικὰ ν. [[Herodotus|Hdt.]]1.135; Ἑλληνικὰ ν. Id.2.91, al., cf. Max.Tyr.38.3; λίθων λευκῶν νομαίων ''Inscr.Délos'' 290.206 (iii B.C.): sg., [[Herodotus|Hdt.]]2.49.<br><span class="bld">2</span> [[prescribed by law]], ἐκκλησία ''SIG''589.4 (Magn. Mae., ii B.C.), cf. ''GDI''5699 (Samos); <b class="b3">ν. ἐπαραί</b> ib.5653c10 (Chios).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:04, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόμαιος Medium diacritics: νόμαιος Low diacritics: νόμαιος Capitals: ΝΟΜΑΙΟΣ
Transliteration A: nómaios Transliteration B: nomaios Transliteration C: nomaios Beta Code: no/maios

English (LSJ)

α, ον, (νόμος) Ion. and later Gr. for νόμιμος,
A customary: νόμαια, τά, customs, usages, ξεινικὰ ν. Hdt.1.135; Ἑλληνικὰ ν. Id.2.91, al., cf. Max.Tyr.38.3; λίθων λευκῶν νομαίων Inscr.Délos 290.206 (iii B.C.): sg., Hdt.2.49.
2 prescribed by law, ἐκκλησία SIG589.4 (Magn. Mae., ii B.C.), cf. GDI5699 (Samos); ν. ἐπαραί ib.5653c10 (Chios).

German (Pape)

[Seite 259] gebräuchlich, herkömmlich; ἄλλο τι νόμαιον, ein anderer Brauch, Her. 2, 49; bes. im plur. häufig, ξεινικὰ νόμαια προσίενται, 1, 135; Ἑλληνικοῖσι νομαίοισι χρᾶσθαι, 2, 91, öfter, in weiterer Ausdehnung als νόμος genommen.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
conforme à l'usage : τὰ νόμαια coutumes, usages.
Étymologie: νόμος.

Russian (Dvoretsky)

νόμαιος: вошедший в обычай, общепринятый Her.

Greek (Liddell-Scott)

νόμαιος: -α, -ον, (νόμος) ὁ εἰθισμένος, συνήθης· νόμαια, τά, ὡς τὸ νόμιμα, ἔθιμα, συνήθειαι, Λατ. institute, ξενικὰ ν. Ἡρόδ. 1. 135· Ἑλληνικὰ ν. 2. 91, κ. ἀλλ.· τὸ ἑνικὸν ἀπαντᾷ ἐν 2. 49.

Greek Monolingual

νόμαιος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που καθορίζεται από τον νόμο, νόμιμος
2. συνηθισμένος
3. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ νόμαια
τα έθιμα, οι συνήθειες, τα νόμιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + κατάλ. -αιος (πρβλ. γύναιος)].

Greek Monotonic

νόμαιος: -α, -ον (νόμος), εθιμικός, συνήθης· νόμαια, τά, όπως το νόμιμα, έθιμα, συνήθειες, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

νόμαιος, η, ον νόμος
customary: νόμαια, ων, τά, like νόμιμα, customs, usages, Hdt.