διαβύω: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diavyo
|Transliteration C=diavyo
|Beta Code=diabu/w
|Beta Code=diabu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thrust through</b>, ἐς τὸ στόμα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Superf.</span>5</span>:—Med. (from δια-βυνέω), <b class="b3">διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς</b> they <b class="b2">pass</b> arrows <b class="b2">through their</b> left hand, <span class="bibl">Hdt.4.71</span>:—Pass. (from δια-βύνω), <b class="b3">πηδάλιον διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται</b> is <b class="b2">passed through</b> the keel, <span class="bibl">Id.2.96</span>.</span>
|Definition=[[thrust through]], ἐς τὸ στόμα Hp.''Superf.''5:—Med. (from δια-βυνέω), <b class="b3">διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς</b> they [[pass]] arrows [[through their]] left hand, [[Herodotus|Hdt.]]4.71:—Pass. (from δια-βύνω), <b class="b3">πηδάλιον διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται</b> is [[passed through]] the keel, Id.2.96.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβύω''': ὠθῶ [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ φράξω, νὰ στουπώσω, Ἱππ. 260. 48. - Μέσ. (ἐκ τοῦ -[[βυνέω]]), διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς, διαπερῶσι βέλη διὰ τῆς ἀριστερᾶς των χειρός, Ἡρόδ. 4. 71.- Παθ., [[πηδάλιον]] διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται ([[ἴσως]] -έεται), κατασκευάζεται [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ περᾷ διὰ τῆς τρόπιδος, ὁ αὐτ. 2. 96.
|lstext='''διαβύω''': ὠθῶ [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ φράξω, νὰ στουπώσω, Ἱππ. 260. 48. - Μέσ. (ἐκ τοῦ -[[βυνέω]]), διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς, διαπερῶσι βέλη διὰ τῆς ἀριστερᾶς των χειρός, Ἡρόδ. 4. 71.- Παθ., [[πηδάλιον]] διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται ([[ἴσως]] -έεται), κατασκευάζεται [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ περᾷ διὰ τῆς τρόπιδος, ὁ αὐτ. 2. 96.
}}
{{grml
|mltxt=[[διαβύω]] (Α)<br />ωθώ, [[εισάγω]], [[διαπερνώ]] [[έτσι]] ώστε να φράξω [[κάτι]].
}}
{{pape
|ptext=([[βύω]]), <i>durch eine [[Öffnung]] [[hineinstoßen]], -[[stopfen]]</i>, Hippocr.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβύω Medium diacritics: διαβύω Low diacritics: διαβύω Capitals: ΔΙΑΒΥΩ
Transliteration A: diabýō Transliteration B: diabyō Transliteration C: diavyo Beta Code: diabu/w

English (LSJ)

thrust through, ἐς τὸ στόμα Hp.Superf.5:—Med. (from δια-βυνέω), διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς they pass arrows through their left hand, Hdt.4.71:—Pass. (from δια-βύνω), πηδάλιον διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται is passed through the keel, Id.2.96.

Greek (Liddell-Scott)

διαβύω: ὠθῶ οὕτως ὥστε νὰ φράξω, νὰ στουπώσω, Ἱππ. 260. 48. - Μέσ. (ἐκ τοῦ -βυνέω), διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς, διαπερῶσι βέλη διὰ τῆς ἀριστερᾶς των χειρός, Ἡρόδ. 4. 71.- Παθ., πηδάλιον διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται (ἴσως -έεται), κατασκευάζεται οὕτως ὥστε νὰ περᾷ διὰ τῆς τρόπιδος, ὁ αὐτ. 2. 96.

Greek Monolingual

διαβύω (Α)
ωθώ, εισάγω, διαπερνώ έτσι ώστε να φράξω κάτι.

German (Pape)

(βύω), durch eine Öffnung hineinstoßen, -stopfen, Hippocr.