Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θωρακοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt

Menander, Monostichoi, 196
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thorakoforos
|Transliteration C=thorakoforos
|Beta Code=qwrakofo/ros
|Beta Code=qwrakofo/ros
|Definition=Ion. [[θωρηκοφόρος]], ον, [[wearing a breastplate]], [[cuirassier]], Hdt.7.89,92, 8.113, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.3.36, Jul.''Or.''2.63c; <b class="b3">τὸ θ.</b> D.C.47.43.
|Definition=Ion. [[θωρηκοφόρος]], ον, [[wearing a breastplate]], [[cuirassier]], [[Herodotus|Hdt.]]7.89,92, 8.113, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.3.36, Jul.''Or.''2.63c; <b class="b3">τὸ θ.</b> D.C.47.43.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωρᾱκοφόρος Medium diacritics: θωρακοφόρος Low diacritics: θωρακοφόρος Capitals: ΘΩΡΑΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thōrakophóros Transliteration B: thōrakophoros Transliteration C: thorakoforos Beta Code: qwrakofo/ros

English (LSJ)

Ion. θωρηκοφόρος, ον, wearing a breastplate, cuirassier, Hdt.7.89,92, 8.113, X.Cyr.5.3.36, Jul.Or.2.63c; τὸ θ. D.C.47.43.

German (Pape)

[Seite 1230] einen Brustharnisch, Panzer tragend, Xen. Cyr. 5, 3, 36; in ion. Form θωρηκοφόρος, Her. 7, 89. 8, 113.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une cuirasse.
Étymologie: θώραξ, φέρω.

Greek Monolingual

-ο (Α θωρακοφόρος και ιων. τ. θωρηκοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει θώρακα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο θωρακοφόρος
στρατιώτης που ανήκε σε σώμα βαρέως οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.θωρακοφόρος και θωρηκοφόρος
στρατιώτης οπλισμένος με θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, -κος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κανη-φόρος κερδο-φόρος.

Greek Monotonic

θωρᾱκοφόρος: Ιων. θωρηκ-, -ον (φέρω), αυτός που φοράει θώρακα, ο θωρακοφόρος ιππέας, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θωρᾱκοφόρος: 2, ион. θωρηκοφόρος 2 одетый в панцирь, броненосный Her., Xen.

Middle Liddell

φέρω
wearing a breastplate, a cuirassier, Hdt., Xen.