ἐνθυμιστός: Difference between revisions
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enthymistos | |Transliteration C=enthymistos | ||
|Beta Code=e)nqumisto/s | |Beta Code=e)nqumisto/s | ||
|Definition=ἐνθυμιστή, ἐνθυμιστόν, [[taken to heart]], <b class="b3">ἐ. ποιεῖσθαι</b> make a [[scruple]] of a thing, Hdt.2.175 ([[nisi legendum|nisi leg.]] -ητόν). | |Definition=ἐνθυμιστή, ἐνθυμιστόν, [[taken to heart]], <b class="b3">ἐ. ποιεῖσθαι</b> make a [[scruple]] of a thing, [[Herodotus|Hdt.]]2.175 ([[nisi legendum|nisi leg.]] -ητόν). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
ἐνθυμιστή, ἐνθυμιστόν, taken to heart, ἐ. ποιεῖσθαι make a scruple of a thing, Hdt.2.175 (nisi leg. -ητόν).
Spanish (DGE)
-όν
1 inquieto, intranquilo ante la sospecha o el temor de haber cometido un acto sacrílego φασι ... τὸν δὲ Ἄμασιν ἐνθυμιστὸν ποιησάμενον ... Hdt.2.175 (cód.), cf. ἐνθυμιστόν· ὕποπτον Phot.ε 952.
2 neutr. subst. τὸ ἐ. sentimiento de remordimiento, temor o escrúpulo religioso motivado por un estado de impureza εἰ δὲ μή, ἐνθυμιστὸν αὐτῷ ἔστω Thasos 141.5 (IV a.C.), τῷ δὲ μὴ ἀπαρξαμένῳ καθότι προγέγραπται ἐνθυμιστὸν εἶναι Sokolowski 2.72A.5 (Tasos I a.C.).
German (Pape)
[Seite 843] dasselbe, ἐνθυμιστόν τι ποιεῖσθαι, Etwas zur Gewissenssache machen, Her. 2, 175.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. ἐνθύμιος.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθῡμιστός: Her. = ἐνθύμιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθῡμιστός: -ή, -όν, τὸν δὲ Ἄμασιν ἐνθυμιστὸν ποιησάμενον, ὁ δὲ Ἄμασις αἰσθανθεὶς τοῦτο κατάκαρδα ἢ θεωρήσας αὐτὸ ὡς κακὸν οἰωνόν, τὸ ὅτι δηλ. ἐστέναξεν ὁ ἀρχιτέκτων, Ἡρόδ. 2. 175, πρβλ. ἐνθύμιον ποιεῖσθαι ἐν λέξει: ἐνθύμιος.
Greek Monolingual
ἐνθυμιστός, -ή, -όν (Α) ενθυμίζω
ενθύμιος, αυτός που βρίσκεται ως βάρος, ως τύψη στην ψυχή, που τον παίρνει κανείς κατάκαρδα.
Greek Monotonic
ἐνθῡμιστός: -ή, -όν = ἐνθύμιος, αυτός που παίρνεται κατάκαρδα, σε Ηρόδ.