ἐπαναβληδόν: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(Bailly1_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epanavlidon
|Transliteration C=epanavlidon
|Beta Code=e)panablhdo/n
|Beta Code=e)panablhdo/n
|Definition=Adv. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thrown over</b>, ἐπὶ [τοῖς κιθῶσι] εἰρίνεα εἵματα . . ἐ. φορέουσι <span class="bibl">Hdt.2.81</span>; cf. [[ἐπαμβλήδην]].</span>
|Definition=Adv. [[thrown over]], ἐπὶ [τοῖς κιθῶσι] εἰρίνεα εἵματα.. ἐ. φορέουσι [[Herodotus|Hdt.]]2.81; cf. [[ἐπαμβλήδην]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0899.png Seite 899]] 1) darüber umgeworfen, ἐπὶ τούτοισι δὲ εἰρίνεα εἵματα ἐπ. φορέουσι Her. 2, 81. – 2) mit einem Vorspiele, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0899.png Seite 899]] 1) darüber umgeworfen, ἐπὶ τούτοισι δὲ εἰρίνεα εἵματα ἐπ. φορέουσι Her. 2, 81. – 2) mit einem Vorspiele, Hesych.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en jetant par-dessus ; en guise de surtout.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαναβάλλω]], -δην.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαναβληδόν:''' adv. поверх, внакидку: ἐπὶ τούτοισι εἵματα λευκὰ ἐ. φορέουσι Her. поверх этих (рубах египтяне) носят белые плащи.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαναβληδόν''': Ἐπίρρ., κοινῶς «ῥιχτά», ἐρριμμένα [[ἐπάνω]], ἐπὶ τοῖς κιθῶσι εἰρίνεα εἵματα... ἐπαναβληδὸν φορέουσι Ἡρόδ. 2. 81, πρβλ. [[ἐπαναβάλλω]] Ι. ΙΙ. ποιητ. ἐπαμβληδὸν καὶ -[[βλήδην]]· «ἀναβαλλόμενος, ἀνακρουόμενος» Ἡσύχ.
|lstext='''ἐπαναβληδόν''': Ἐπίρρ., κοινῶς «ῥιχτά», ἐρριμμένα [[ἐπάνω]], ἐπὶ τοῖς κιθῶσι εἰρίνεα εἵματα... ἐπαναβληδὸν φορέουσι Ἡρόδ. 2. 81, πρβλ. [[ἐπαναβάλλω]] Ι. ΙΙ. ποιητ. ἐπαμβληδὸν καὶ -[[βλήδην]]· «ἀναβαλλόμενος, ἀνακρουόμενος» Ἡσύχ.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>adv.</i><br />en jetant par-dessus ; en guise de surtout.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαναβάλλω]], -δην.
|mltxt=[[ἐπαναβληδόν]] και ποιητ. τ. έπαμβληδόν (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (για ρούχα) ριχτά στους ώμους («ἐπί τούτοισι δὲ εἰρίνεα εἵματα λευκὰ ἐπαναβληδὸν φορέουσιν», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i> <span style="color: red;">+</span> θ. <i>βλη</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]], [[πρβλ]]. παθ. αορ. <i>ε</i>-<i>βλή</i>-<i>θην</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>δον</i>, που δηλώνει τρόπο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαναβληδόν:''' επίρρ., ριγμένα, παρατημένα, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=thrown [[over]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναβληδόν Medium diacritics: ἐπαναβληδόν Low diacritics: επαναβληδόν Capitals: ΕΠΑΝΑΒΛΗΔΟΝ
Transliteration A: epanablēdón Transliteration B: epanablēdon Transliteration C: epanavlidon Beta Code: e)panablhdo/n

English (LSJ)

Adv. thrown over, ἐπὶ [τοῖς κιθῶσι] εἰρίνεα εἵματα.. ἐ. φορέουσι Hdt.2.81; cf. ἐπαμβλήδην.

German (Pape)

[Seite 899] 1) darüber umgeworfen, ἐπὶ τούτοισι δὲ εἰρίνεα εἵματα ἐπ. φορέουσι Her. 2, 81. – 2) mit einem Vorspiele, Hesych.

French (Bailly abrégé)

adv.
en jetant par-dessus ; en guise de surtout.
Étymologie: ἐπαναβάλλω, -δην.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναβληδόν: adv. поверх, внакидку: ἐπὶ τούτοισι εἵματα λευκὰ ἐ. φορέουσι Her. поверх этих (рубах египтяне) носят белые плащи.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναβληδόν: Ἐπίρρ., κοινῶς «ῥιχτά», ἐρριμμένα ἐπάνω, ἐπὶ τοῖς κιθῶσι εἰρίνεα εἵματα... ἐπαναβληδὸν φορέουσι Ἡρόδ. 2. 81, πρβλ. ἐπαναβάλλω Ι. ΙΙ. ποιητ. ἐπαμβληδὸν καὶ -βλήδην· «ἀναβαλλόμενος, ἀνακρουόμενος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐπαναβληδόν και ποιητ. τ. έπαμβληδόν (Α)
επίρρ. (για ρούχα) ριχτά στους ώμους («ἐπί τούτοισι δὲ εἰρίνεα εἵματα λευκὰ ἐπαναβληδὸν φορέουσιν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + θ. βλη- (< βάλλω, πρβλ. παθ. αορ. ε-βλή-θην) + κατάλ. -δον, που δηλώνει τρόπο].

Greek Monotonic

ἐπαναβληδόν: επίρρ., ριγμένα, παρατημένα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

thrown over, Hdt.