ἄνοικος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anoikos | |Transliteration C=anoikos | ||
|Beta Code=a)/noikos | |Beta Code=a)/noikos | ||
|Definition=ἄνοικον, [[houseless]], [[homeless]], ἄ. ποιέειν τινά Hdt.3.145; cf. [[ἄοικος]]. | |Definition=ἄνοικον, [[houseless]], [[homeless]], ἄ. ποιέειν τινά [[Herodotus|Hdt.]]3.145; cf. [[ἄοικος]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
ἄνοικον, houseless, homeless, ἄ. ποιέειν τινά Hdt.3.145; cf. ἄοικος.
Spanish (DGE)
-ον
carente de hogar ὁρέων δὲ τοὺς Πέρσας ... σε ... ἄνοικον ποιέοντας viendo que los persas te dejan sin hogar Hdt.3.145.
German (Pape)
[Seite 240] ohne Haus, ἄνοικον ποιεῖν, = ἐκβάλλειν, s. ἄοικος u. Lob. Phryn. 731.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans résidence.
Étymologie: ἀ, οἶκος.
Russian (Dvoretsky)
ἄνοικος: бездомный, лишенный крова Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνοικος: -ον, = ἄοικος, ὁ μὴ ἔχων οἶκον ἢ οἰκογένειαν, ἀνέστιος, ἄν. ποιέειν τινὰ Ἡρόδ. 3. 145· πρβλ. ἄοικος.
Greek Monolingual
ἄνοικος, -ον (Α) οίκος
αυτός που δεν έχει σπίτι, άστεγος.
-ή, -ό(ν)
αυτός που πάσχει από άνοια.
Greek Monotonic
ἄνοικος: -ον = ἄ-οικος, άστεγος, ανέστιος, σε Ηρόδ.