καταπλαστύς: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataplastys
|Transliteration C=kataplastys
|Beta Code=kataplastu/s
|Beta Code=kataplastu/s
|Definition=ύος, ἡ, Ion. for [[κατάπλασμα]], Hdt.4.75.
|Definition=ύος, ἡ, Ion. for [[κατάπλασμα]], [[Herodotus|Hdt.]]4.75.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:08, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλαστύς Medium diacritics: καταπλαστύς Low diacritics: καταπλαστύς Capitals: ΚΑΤΑΠΛΑΣΤΥΣ
Transliteration A: kataplastýs Transliteration B: kataplastys Transliteration C: kataplastys Beta Code: kataplastu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, Ion. for κατάπλασμα, Hdt.4.75.

German (Pape)

[Seite 1370] ύος, ἡ, ion. = κατάπλασμα, Her. 4, 75.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
enduit, emplâtre, cataplasme.
Étymologie: καταπλάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπλαστύς -ύος, ἡ smeersel.

Russian (Dvoretsky)

καταπλαστύς: ύος ἡ Her. = κατάπλασμα.

Greek Monolingual

καταπλαστύς, ἡ (Α) καταπλάσσω
ιων. τ. βλ. κατάπλασμα.

Greek Monotonic

καταπλαστύς: -ύος, ἡ, Ιων. αντί καταπλάσματος, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπλαστύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κατάπλασμα, Ἡρόδ. 4. 75.

Middle Liddell

καταπλαστύς, ύος [ionic for κατάπλασμα, Hdt.]