μεγιστόπολις: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "gen. ιος" to "gen. -ιος")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=megistopolis
|Transliteration C=megistopolis
|Beta Code=megisto/polis
|Beta Code=megisto/polis
|Definition=ι, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[making cities greatest]] or [[most blessed]], Ἁσυχία, μ. Δίκας θύγατερ <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span> 8.2</span>.</span>
|Definition=ι, [[making cities greatest]] or [[most blessed]], Ἁσυχία, μ. Δίκας θύγατερ Pi.''P.'' 8.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0110.png Seite 110]] die Städte oder Staaten am größten machend, Δίκας μεγιστόπολι θύγατερ, Pind. P. 8, 2, heißt die Ruhe, der Friede.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0110.png Seite 110]] die Städte oder Staaten am größten machend, Δίκας μεγιστόπολι θύγατερ, Pind. P. 8, 2, heißt die Ruhe, der Friede.
}}
{{bailly
|btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιος, <i>att.</i> εως;<br />[[qui rend les cités puissantes]].<br />'''Étymologie:''' [[μέγιστος]], [[πόλις]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεγιστόπολις:''' 2, gen. -ιος делающий города великими, способствующий процветанию городов ([[ἁσυχία]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγιστόπολις''': ι, καθιστῶν τὰς πόλεις μεγίστας ἢ εὐδαιμονεστάτας, Ἁσυχία, μ. [[θυγάτηρ]] Δίκης Πινδ. Π. 8. 2.
|lstext='''μεγιστόπολις''': ι, καθιστῶν τὰς πόλεις μεγίστας ἢ εὐδαιμονεστάτας, Ἁσυχία, μ. [[θυγάτηρ]] Δίκης Πινδ. Π. 8. 2.
}}
{{bailly
|btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιος, <i>att.</i> εως;<br />qui rend les cités puissantes.<br />'''Étymologie:''' [[μέγιστος]], [[πόλις]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μεγιστόπολις]] f. adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[who]] makes cities [[supremely]] [[great]] (v. Williger, Sprachl. Untersuchungen, 18) [[Ἡσυχία]], Δίκας ὧ μεγιστόπολι θύγατερ (P. 8.2)
|sltr=[[μεγιστόπολις]] f. adj., [[who]] makes cities [[supremely]] [[great]] (v. Williger, Sprachl. Untersuchungen, 18) [[Ἡσυχία]], Δίκας ὧ μεγιστόπολι θύγατερ (P. 8.2)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγιστόπολις:''' -ι, αυτός που δίνει τεράστια ισχύ στις πόλεις, σε Πίνδ.
|lsmtext='''μεγιστόπολις:''' -ι, αυτός που δίνει τεράστια ισχύ στις πόλεις, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγιστόπολις:''' 2, gen. ιος делающий города великими, способствующий процветанию городов ([[ἁσυχία]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[making]] cities greatest, Pind.
|mdlsjtxt=[[making]] cities greatest, Pind.
}}
}}

Latest revision as of 08:34, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγιστόπολις Medium diacritics: μεγιστόπολις Low diacritics: μεγιστόπολις Capitals: ΜΕΓΙΣΤΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: megistópolis Transliteration B: megistopolis Transliteration C: megistopolis Beta Code: megisto/polis

English (LSJ)

ι, making cities greatest or most blessed, Ἁσυχία, μ. Δίκας θύγατερ Pi.P. 8.2.

German (Pape)

[Seite 110] die Städte oder Staaten am größten machend, Δίκας μεγιστόπολι θύγατερ, Pind. P. 8, 2, heißt die Ruhe, der Friede.

French (Bailly abrégé)

ις, ι ; gén. ιος, att. εως;
qui rend les cités puissantes.
Étymologie: μέγιστος, πόλις.

Russian (Dvoretsky)

μεγιστόπολις: 2, gen. -ιος делающий города великими, способствующий процветанию городов (ἁσυχία Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγιστόπολις: ι, καθιστῶν τὰς πόλεις μεγίστας ἢ εὐδαιμονεστάτας, Ἁσυχία, μ. θυγάτηρ Δίκης Πινδ. Π. 8. 2.

English (Slater)

μεγιστόπολις f. adj., who makes cities supremely great (v. Williger, Sprachl. Untersuchungen, 18) Ἡσυχία, Δίκας ὧ μεγιστόπολι θύγατερ (P. 8.2)

Greek Monolingual

μεγιστόπολις, -ι (Α)
αυτός που καθιστά τις πόλεις μέγιστες ή αυτός που τους χαρίζει μέγιστη ευδαιμονία («Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + πόλις (πρβλ. μισόπολις, χρυσόπολις)].

Greek Monotonic

μεγιστόπολις: -ι, αυτός που δίνει τεράστια ισχύ στις πόλεις, σε Πίνδ.

Middle Liddell

making cities greatest, Pind.