χεσᾶς: Difference between revisions
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chesas | |Transliteration C=chesas | ||
|Beta Code=xesa=s | |Beta Code=xesa=s | ||
|Definition=ᾶντος, ὁ, = [[χεζητιῶν]], | |Definition=ᾶντος, ὁ, = [[χεζητιῶν]], Poll.5.91, Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''791, Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:01, 21 September 2023
English (LSJ)
ᾶντος, ὁ, = χεζητιῶν, Poll.5.91, Sch.Ar.Av.791, Suid.
German (Pape)
[Seite 1351] ᾶντος, ὁ, der Scheißer; Schol. Ar. Av. 790; Poll. 5, 91.
Greek (Liddell-Scott)
χεσᾶς: ᾶ ἢ χεσᾶντος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ διάρροια πάσχων γαστρὸς ἢ πυκνὰ χέζων ἢ μολύνων τὰ στρώματά του, κοινῶς «χεζᾶς», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 790, Πολυδ. Ε΄, 91, καὶ παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χεζητιῶν, Εὐστ. 1000, 12.
Greek Monolingual
-ᾱντος, ὁ, Α
χεζάς, χέστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χεσ- του αορ. ἔ-χεσ-α του ρ. χέζω + κατάλ. -ᾶς του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. φαγᾶς)].