ἐπιφράσσω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br />to [[block]] up, Theophr.: —Mid., ἐπ. τὰ ὦτα to [[stop]] one's ears, Luc.
|mdlsjtxt=Attic -ττω fut. ξω<br />to [[block]] up, Theophr.: —Mid., ἐπ. τὰ ὦτα to [[stop]] one's ears, Luc.
}}
}}

Latest revision as of 13:13, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφράσσω Medium diacritics: ἐπιφράσσω Low diacritics: επιφράσσω Capitals: ΕΠΙΦΡΑΣΣΩ
Transliteration A: epiphrássō Transliteration B: epiphrassō Transliteration C: epifrasso Beta Code: e)pifra/ssw

English (LSJ)

Att. ἐπιφράττω, block up, ὕλῃ [τὴν δίοδον Thphr. HP 9.3.2; πόρους Nic.Al.285: metaph., Ph.1.299, al.:—Med., κηρῷ ἐ. τὰ ὦτα stop one's ears, Luc.Im.14:—Pass., to be obstructed, Placit.2.29.1; τὰ τοῦ μέλλοντος ἀκούειν ὦτα ἐπεφράχθη Ph.2.165.

German (Pape)

[Seite 1001] att. -φράττω, von oben her verstopfen, verschließen, δίοδον Theophr.; πόρους Nic. Al. 286; ὦτα κηρῷ Luc. im. 14; Plut. u. a. Sp.; pass. ἐπέφρακτο D. C. 74, 7; – med. sich verstopfen, τὰ ὦτα Luc. pro imag. 1.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιφράξω, Pass. pqp. 3ᵉ sg. ἐπέφρακτο;
boucher, obstruer, intercepter : τῇ σελήνῃ PLUT cacher la lune en parl. d'une éclipse;
Moy. ἐπιφράσσομαι se boucher : τὰ ὦτα LUC les oreilles.
Étymologie: ἐπί, φράσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφράσσω: атт. ἐπιφράττω (aor. pass. ἐπεφράγμην)
1 закрывать, закупоривать (τὸ στόμιον Plut.): ἐ. τῇ σελήνῃ Plut. закрывать луну (о затмении); κηρῷ ἐπιφράσσεσθαι τὰ ὦτα Luc. затыкать себе уши воском;
2 pass. быть защищенным (πρός τι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω· φράττω, κλείω, ταύτην τὴν δίοδον ἐπιφράξαντες τῇ ὕλῃ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 2· πόρους Νικ. Ἀλεξιφ. 285: ― Μέσ., καὶ ἢν κηρῷ ἐπιφράξῃ τὰ ὦτα, καὶ ἂν διὰ κηροῦ ἐπιφράξῃς τὰ ὦτά σου, Λουκ. Εἰκ. 14, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 150Ε. ― Παθ. τοῦ στομίου τοῦ περὶ τὸν τροχὸν ἐπιφραττομένου Πλούτ. 2. 891Ε.

Greek Monolingual

ἐπιφράσσω και αττ. τ. ἐπιφράττω) φράσσω
φράζω, κλείνω με φράγμα από πάνω («ταύτην [τὴν δίοδον] ἐπιφράξαντες τῇ ὕλῃ», Θεόφρ.).

Greek Monotonic

ἐπιφράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, φράζω, κλείνω, σε Θεόφρ. — Μέσ., ἐπιφράσσω τὰ ὦτα, κλείνω τα αυτιά μου, τα βουλώνω, σε Λουκ.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. ξω
to block up, Theophr.: —Mid., ἐπ. τὰ ὦτα to stop one's ears, Luc.