ἰσόπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isoplevros
|Transliteration C=isoplevros
|Beta Code=i)so/pleuros
|Beta Code=i)so/pleuros
|Definition=ἰσόπλευρον,<br><span class="bld">A</span> [[with equal sides]], πλαίσιον X.''An.''3.4.19, etc.: freq. in Geom., [[equilateral]], τρίγωνον Pl.''Ti.''54a, 54e; [[ἐπίπεδον]] ib.55e; τετράγωνον Plb.6.31.10.<br><span class="bld">II</span> of numbers, [[square]], opp. [[ἑτερομήκης]], Pl.''Tht.''148a, Arist.''APo.''73a40. Adv. [[ἰσόπλεύρως]] Nicom.''Ar.''2.13.<br><span class="bld">III</span> Rhet., of periods, Hermog. ''Inv.''4.3.
|Definition=ἰσόπλευρον,<br><span class="bld">A</span> [[with equal sides]], πλαίσιον X.''An.''3.4.19, etc.: freq. in Geom., [[equilateral]], τρίγωνον Pl.''Ti.''54a, 54e; [[ἐπίπεδον]] ib.55e; τετράγωνον Plb.6.31.10.<br><span class="bld">II</span> of numbers, [[square]], opp. [[ἑτερομήκης]], [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''148a, Arist.''APo.''73a40. Adv. [[ἰσόπλεύρως]] Nicom.''Ar.''2.13.<br><span class="bld">III</span> Rhet., of periods, Hermog. ''Inv.''4.3.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 05:40, 26 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπλευρος Medium diacritics: ἰσόπλευρος Low diacritics: ισόπλευρος Capitals: ΙΣΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: isópleuros Transliteration B: isopleuros Transliteration C: isoplevros Beta Code: i)so/pleuros

English (LSJ)

ἰσόπλευρον,
A with equal sides, πλαίσιον X.An.3.4.19, etc.: freq. in Geom., equilateral, τρίγωνον Pl.Ti.54a, 54e; ἐπίπεδον ib.55e; τετράγωνον Plb.6.31.10.
II of numbers, square, opp. ἑτερομήκης, Pl.Tht.148a, Arist.APo.73a40. Adv. ἰσόπλεύρως Nicom.Ar.2.13.
III Rhet., of periods, Hermog. Inv.4.3.

German (Pape)

[Seite 1266] gleichseitig; τρίγωνα Plat. Tim. 54 e; Euclid.; τετράγωνον Pol. 6, 31, 10; Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόπλευρος:
1 равносторонний (τρίγωνον, ἐπίπεδον Plat.; τετράγωνον Arst., Polyb.; πεντάγωνον Plut.);
2 мат. возведенный во вторую степень, квадратный (ἀριθμός Plat., Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπλευρος: -ον, ἔχων ἴσας τὰς πλευράς, ἰσόπλευρον τρίγωνον Πλάτ. Τίμ. 54Α, Ε· ἐπίπεδον ἰσόπλευρον ἰσοπλεύρου αὐτόθι 55Ε. ΙΙ. ἐπὶ ἀριθμῶν, τετράγωνος, ἀντίθετον τῷ ἑτερομήκης, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 147Ε, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 4, 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόπλευρος, -ον) αυτός που έχει όλες τις πλευρές του ίσες («ισόπλευρο τρίγωνο»)
αρχ.
1) (για αριθμό) τετράγωνος
2) (ρητ.) (για περιόδους) με ίσο μήκος.
επίρρ...
ἰσοπλεύρως (Α)
με ισόπλευρο τρόπο, με τετράγωνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. αρτιόπλευρος, χρυσόπλευρος].