ὑποπεπτωκότως: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(6_6)
m (Text replacement - "müthig" to "mütig")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypopeptokotos
|Transliteration C=ypopeptokotos
|Beta Code=u(popeptwko/tws
|Beta Code=u(popeptwko/tws
|Definition=Adv. pf. part. Act. of <b class="b3">ὑποπίπτω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">submissively</b>, ὑ. καὶ ταπεωῶς <span class="bibl">Plb.35.2.13</span>.</span>
|Definition=Adv. pf. part. Act. of [[ὑποπίπτω]], [[submissively]], ὑ. καὶ ταπεωῶς Plb.35.2.13.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1228.png Seite 1228]] adv. part. perf. act. zu [[ὑποπίπτω]], demüthig, καὶ ταπεινῶς Pol. 35, 2,13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1228.png Seite 1228]] adv. part. perf. act. zu [[ὑποπίπτω]], demütig, καὶ ταπεινῶς Pol. 35, 2,13.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποπεπτωκότως:''' [adv. от part. pf. к [[ὑποπίπτω]] униженно (ὑ. καὶ [[ταπεινῶς]] τοῖς λόγοις [[χρῆσθαι]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποπεπτωκότως''': ἐπιρρ. μετοχ. πρκμ. ἐνεργ. τοῦ [[ὑποπίπτω]], ἐν καταπτώσει φρονήματος, δουλοφρόνως, χαμερπῶς, ὑπ. καὶ ταπεινῶς Πολύβ. 35. 2, 13.
|lstext='''ὑποπεπτωκότως''': ἐπιρρ. μετοχ. πρκμ. ἐνεργ. τοῦ [[ὑποπίπτω]], ἐν καταπτώσει φρονήματος, δουλοφρόνως, χαμερπῶς, ὑπ. καὶ ταπεινῶς Πολύβ. 35. 2, 13.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με χαμηλό [[φρόνημα]] και, κατ' επέκτ., με [[χαμέρπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑποπεπτωκώς</i>, -<i>ότος</i>, μτχ. παρακμ. του ρ. [[ὑποπίπτω]] «[[πέφτω]], [[καταπέφτω]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}

Latest revision as of 05:40, 14 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπεπτωκότως Medium diacritics: ὑποπεπτωκότως Low diacritics: υποπεπτωκότως Capitals: ΥΠΟΠΕΠΤΩΚΟΤΩΣ
Transliteration A: hypopeptōkótōs Transliteration B: hypopeptōkotōs Transliteration C: ypopeptokotos Beta Code: u(popeptwko/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of ὑποπίπτω, submissively, ὑ. καὶ ταπεωῶς Plb.35.2.13.

German (Pape)

[Seite 1228] adv. part. perf. act. zu ὑποπίπτω, demütig, καὶ ταπεινῶς Pol. 35, 2,13.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπεπτωκότως: [adv. от part. pf. к ὑποπίπτω униженно (ὑ. καὶ ταπεινῶς τοῖς λόγοις χρῆσθαι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπεπτωκότως: ἐπιρρ. μετοχ. πρκμ. ἐνεργ. τοῦ ὑποπίπτω, ἐν καταπτώσει φρονήματος, δουλοφρόνως, χαμερπῶς, ὑπ. καὶ ταπεινῶς Πολύβ. 35. 2, 13.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με χαμηλό φρόνημα και, κατ' επέκτ., με χαμέρπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποπεπτωκώς, -ότος, μτχ. παρακμ. του ρ. ὑποπίπτω «πέφτω, καταπέφτω» + επιρρμ. κατάλ. -ως].