μαλακόστρακος: Difference between revisions
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=malakostrakos | |Transliteration C=malakostrakos | ||
|Beta Code=malako/strakos | |Beta Code=malako/strakos | ||
|Definition= | |Definition=μαλακόστρακον, [[soft-shelled]], [[crustaceous]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''490b11, al., Speus. ap. Ath.3.105b. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[weichschalig]]</i>, Arist. <i>part.anim</i>. 2.8, <i>H.A</i>. 1.1, <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[τραχυόστρακος]], 4.9. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 21:45, 24 November 2023
English (LSJ)
μαλακόστρακον, soft-shelled, crustaceous, Arist.HA490b11, al., Speus. ap. Ath.3.105b.
German (Pape)
weichschalig, Arist. part.anim. 2.8, H.A. 1.1, Gegensatz von τραχυόστρακος, 4.9.
Russian (Dvoretsky)
μᾰλᾰκόστρᾰκος: покрытый мягкой скорлупой (γένη καρκίνων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκόστρᾰκος: -ον, ἔχων μαλακὸν τὸ ὄστρακον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 2., 4. 1, 3., 4. 2, 1, κτλ.· ἴδε ἐν λ. μαλάκια, τά. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαλακόστρακα. καράβους καὶ καρίδας».
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μαλακόστρακος, -ον)
αυτός που έχει μαλακό ή εύθραυστο όστρακο
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαλακόστρακα
ζωολ.. υφομοταξία καρκινοειδών στην οποία ανήκουν μερικά από τα πιο εξελιγμένα ασπόνδυλα: ο αστακός, το καβούρι, η γαρίδα, καθώς και αμφίποδα, ισόποδα και άλλες τάξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + ὄστρακον.