Πυρρικός: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Pyrrikos | |Transliteration C=Pyrrikos | ||
|Beta Code=*purriko/s | |Beta Code=*purriko/s | ||
|Definition= | |Definition=Πυρρική, Πυρρικόν, [[named after Pyrrhus]], of a certain breed of sheep, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''522b24; prob. for [[πυρρίχας]] ib.595b18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[de Pyrrhus]].<br />'''Étymologie:''' [[Πύρρος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Πυρρικός:''' [[пирровский]]: τὰ πρόβατα τὰ καλούμενα Πυρρικά Arst. так называемая пирровская порода овец (якобы по имени царя Пирра). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Πυρρῐκός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ Πύρρου ὠνομασμένος, ἐπίθετον εἴδους τινὸς προβάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 3. 21, 3· [[ὅθεν]] [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι ἐν 8. 7, 3 (ἐν τῇ Ἠπείρῳ τὰς καλουμένας πυρρίχας [[βοῦς]]) Πυρρικὰς διορθωτέον· [[ὡσαύτως]] παρὰ Θεοκρ. (4. 20) [[ταῦρος]] ὁ [[πύρριχος]], ἡ δευτέρα τοῦ Σχολ. [[ἑρμηνεία]] (ὁ Ἠπειρωτικός) ὑποδηλοῖ ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἡ γραφὴ [[Πυρρικός]]. | |lstext='''Πυρρῐκός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ Πύρρου ὠνομασμένος, ἐπίθετον εἴδους τινὸς προβάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 3. 21, 3· [[ὅθεν]] [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι ἐν 8. 7, 3 (ἐν τῇ Ἠπείρῳ τὰς καλουμένας πυρρίχας [[βοῦς]]) Πυρρικὰς διορθωτέον· [[ὡσαύτως]] παρὰ Θεοκρ. (4. 20) [[ταῦρος]] ὁ [[πύρριχος]], ἡ δευτέρα τοῦ Σχολ. [[ἑρμηνεία]] (ὁ Ἠπειρωτικός) ὑποδηλοῖ ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἡ γραφὴ [[Πυρρικός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Πυρρῐκός:''' -ή, -όν, ονομασμένος από τον Πύρρο, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''Πυρρῐκός:''' -ή, -όν, ονομασμένος από τον Πύρρο, σε Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=Πυρρῐκός, ή, όν<br />named [[after]] [[Pyrrhus]], Theocr. | |mdlsjtxt=Πυρρῐκός, ή, όν<br />named [[after]] [[Pyrrhus]], Theocr. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:47, 24 November 2023
English (LSJ)
Πυρρική, Πυρρικόν, named after Pyrrhus, of a certain breed of sheep, Arist.HA522b24; prob. for πυρρίχας ib.595b18.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Pyrrhus.
Étymologie: Πύρρος.
Russian (Dvoretsky)
Πυρρικός: пирровский: τὰ πρόβατα τὰ καλούμενα Πυρρικά Arst. так называемая пирровская порода овец (якобы по имени царя Пирра).
Greek (Liddell-Scott)
Πυρρῐκός: -ή, -όν, ὁ ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ Πύρρου ὠνομασμένος, ἐπίθετον εἴδους τινὸς προβάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 3. 21, 3· ὅθεν εἶναι πιθανὸν ὅτι ἐν 8. 7, 3 (ἐν τῇ Ἠπείρῳ τὰς καλουμένας πυρρίχας βοῦς) Πυρρικὰς διορθωτέον· ὡσαύτως παρὰ Θεοκρ. (4. 20) ταῦρος ὁ πύρριχος, ἡ δευτέρα τοῦ Σχολ. ἑρμηνεία (ὁ Ἠπειρωτικός) ὑποδηλοῖ ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἡ γραφὴ Πυρρικός.
Greek Monotonic
Πυρρῐκός: -ή, -όν, ονομασμένος από τον Πύρρο, σε Θεόκρ.