δρεπανίς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=drepanis
|Transliteration C=drepanis
|Beta Code=drepani/s
|Beta Code=drepani/s
|Definition=ίδος, ἡ (also [[δραπενίς]] Hsch.), a kind of [[bird]], so called from the shape of its wings, prob. the [[Alpine swift]], [[Cypselus melba]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>487b27</span>; = [[κεγχρίς]] ([[κέγχρος]] cod.), Hsch.</span>
|Definition=-ίδος, ἡ (also [[δραπενίς]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]), a kind of [[bird]], so called from the shape of its wings, prob. the [[Alpine swift]], [[Cypselus melba]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''487b27; = [[κεγχρίς]] ([[κέγχρος]] cod.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[δραπανίς]] Hsch.<br />orn., cierto [[pájaro]], prob. un tipo de [[vencejo]], [[Cypselus apus]] o [[Cypselus melba]] Arist.<i>HA</i> 487<sup>b</sup>27, 29, Plin.<i>HN</i> 11.257, Basil.<i>Hex</i>.8.2, Hsch.l.c., sinón. de [[κεγχρίς]] Hsch., Simp.<i>in Ph</i>.470.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0666.png Seite 666]] ίδος, ἡ, die Erd- od. Mauerschwalbe, von ihren sichelförmigen Flügeln, Arist. H. A. 1, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0666.png Seite 666]] ίδος, ἡ, die Erd- od. Mauerschwalbe, von ihren sichelförmigen Flügeln, Arist. H. A. 1, 1.
}}
{{elru
|elrutext='''δρεπᾰνίς:''' ίδος ἡ зоол. [[стриж]] ([[Cypselus]]) Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δρεπᾰνίς''': -ίδος, ἡ, πτηνὸν οὕτω κληθὲν ἐκ τοῦ σχήματος τῶν πτερύγων [[αὐτοῦ]], [[ἴσως]] τὸ πετροχελιδόνι (ἄπους), Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1. 22.
|lstext='''δρεπᾰνίς''': -ίδος, ἡ, πτηνὸν οὕτω κληθὲν ἐκ τοῦ σχήματος τῶν πτερύγων αὐτοῦ, [[ἴσως]] τὸ πετροχελιδόνι (ἄπους), Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1. 22.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[δραπανίς]] Hsch.<br />orn., cierto [[pájaro]], prob. un tipo de [[vencejo]], [[Cypselus apus]] o [[Cypselus melba]] Arist.<i>HA</i> 487<sup>b</sup>27, 29, Plin.<i>HN</i> 11.257, Basil.<i>Hex</i>.8.2, Hsch.l.c., sinón. de [[κεγχρίς]] Hsch., Simp.<i>in Ph</i>.470.10.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[δρεπανίς]])<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] πτηνών της οικογένειας τών δρεπανιδών<br />[[είναι]] μικρό [[πτηνό]] με ποικίλα χρώματα και με [[γλώσσα]] ειδικά κατασκευασμένη να απομυζά το [[νέκταρ]] τών λουλουδιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] πουλιού που ονομάζεται [[έτσι]] από το [[σχήμα]] τών φτερών του, [[πετροχελίδονο]].
|mltxt=η (AM [[δρεπανίς]])<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] πτηνών της οικογένειας τών δρεπανιδών<br />[[είναι]] μικρό [[πτηνό]] με ποικίλα χρώματα και με [[γλώσσα]] ειδικά κατασκευασμένη να απομυζά το [[νέκταρ]] τών λουλουδιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] πουλιού που ονομάζεται [[έτσι]] από το [[σχήμα]] τών φτερών του, [[πετροχελίδονο]].
}}
{{elru
|elrutext='''δρεπᾰνίς:''' ίδος ἡ зоол. стриж ([[Cypselus]]) Arst.
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρεπᾰνίς Medium diacritics: δρεπανίς Low diacritics: δρεπανίς Capitals: ΔΡΕΠΑΝΙΣ
Transliteration A: drepanís Transliteration B: drepanis Transliteration C: drepanis Beta Code: drepani/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ (also δραπενίς Hsch.), a kind of bird, so called from the shape of its wings, prob. the Alpine swift, Cypselus melba, Arist.HA487b27; = κεγχρίς (κέγχρος cod.), Hsch.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
• Alolema(s): δραπανίς Hsch.
orn., cierto pájaro, prob. un tipo de vencejo, Cypselus apus o Cypselus melba Arist.HA 487b27, 29, Plin.HN 11.257, Basil.Hex.8.2, Hsch.l.c., sinón. de κεγχρίς Hsch., Simp.in Ph.470.10.

German (Pape)

[Seite 666] ίδος, ἡ, die Erd- od. Mauerschwalbe, von ihren sichelförmigen Flügeln, Arist. H. A. 1, 1.

Russian (Dvoretsky)

δρεπᾰνίς: ίδος ἡ зоол. стриж (Cypselus) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

δρεπᾰνίς: -ίδος, ἡ, πτηνὸν οὕτω κληθὲν ἐκ τοῦ σχήματος τῶν πτερύγων αὐτοῦ, ἴσως τὸ πετροχελιδόνι (ἄπους), Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1. 22.

Greek Monolingual

η (AM δρεπανίς)
ζωολ. γένος πτηνών της οικογένειας τών δρεπανιδών
είναι μικρό πτηνό με ποικίλα χρώματα και με γλώσσα ειδικά κατασκευασμένη να απομυζά το νέκταρ τών λουλουδιών
αρχ.
είδος πουλιού που ονομάζεται έτσι από το σχήμα τών φτερών του, πετροχελίδονο.