μελίκηρα: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melikira | |Transliteration C=melikira | ||
|Beta Code=meli/khra | |Beta Code=meli/khra | ||
|Definition=[ῐ], ἡ, < | |Definition=[ῐ], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[spawn of the murex]], as being like a [[honeycomb]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''546b19.<br><span class="bld">2</span> ''Glossaria'' on [[κοπρίων]] ([[varia lectio|v.l.]] for [[κηρίων]]), Gal.19.113.<br><span class="bld">II</span> = [[μελικηρίς]] II, Pherecr.25. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 21:50, 24 November 2023
English (LSJ)
[ῐ], ἡ,
A spawn of the murex, as being like a honeycomb, Arist.HA546b19.
2 Glossaria on κοπρίων (v.l. for κηρίων), Gal.19.113.
II = μελικηρίς II, Pherecr.25.
German (Pape)
[Seite 123] ἡ, die Eier od. die Brut der Purpurschnecken, von der Gestalt, da sie den κηρίοις der Bienen ähnlich sind, Arist. H. A. 5, 15, ποιοῦσι τὴν καλουμένην μελίκηραν, wie Bekker schreibt u. jetzt auch Ath. III, 88 c steht; v.l. μελικήραν, auch τὰ μελίκηρα. S. μελίκηρον. Ein Honigkuchen, Phereer. bei Ath. XIV, 648 b.
Russian (Dvoretsky)
μελίκηρα: (ῐ) ἡ сотовидная икра пурпурной улитки Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μελίκηρᾰ: ἡ, τὰ ᾠὰ τῆς πορφύρας ὁμοιάζοντα πρὸς κηρήθραν, αἱ μὲν οὖν πορφύραι τοῦ ἔαρος συναθροιζόμεναι εἰς ταὐτὸ ποιοῦσι τὴν καλουμένην μελίκηραν· τοῦτό δέ ἐστιν οἷον κηρίον, πλὴν οὐχὶ οὕτω γλαφυρόν, ἀλλ’ ὥσπερ ἂν εἰ ἐκ λεπυρίων ἐρεβίνθων πολλὰ συμπαγείη Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 5. 15, 1 (ἐντεῦθεν κηριάζειν ἐλέγετο τὸ γεννᾶν τοιαῦτα ᾠά, αὐτόθι)· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 346. ΙΙ. = μελῐκηρὶς ΙΙ, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 7, ἔνθα ἴδε Meineke.
Greek Monolingual
μελίκηρα, ἡ (Α)
1. τα αβγά της πορφύρας, τα οποία μοιάζουν με κηρήθρα («αἱ μὲν οὖν πορφύραι τοῦ ἔαρος συναθροιζόμεναι εἰς ταυτὸ ποιοῦσι τὴν καλουμένην μελίκηραν», Αριστοτ.)
2. μελόπιτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κηρός.