μυελώδης: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myelodis
|Transliteration C=myelodis
|Beta Code=muelw/dhs
|Beta Code=muelw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like marrow]], ὑγρότης <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>517a3</span>.</span>
|Definition=μυελῶδες, [[like marrow]], ὑγρότης [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''517a3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0213.png Seite 213]] ες, markähnlich, markartig, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0213.png Seite 213]] ες, markähnlich, markartig, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''μυελώδης:''' [[похожий на мозг]], [[мозговидный]] ([[ὑγρότης]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[μυελώδης]], -ῶδες) [[μυελός]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] όμοιος με τον μυελό ή αυτός που έχει τις ιδιότητες του μυελού<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από μυελό<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απαλός]], [[τρυφερός]].
|mltxt=-ες (ΑΜ [[μυελώδης]], -ῶδες) [[μυελός]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] όμοιος με τον μυελό ή αυτός που έχει τις ιδιότητες του μυελού<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από μυελό<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απαλός]], [[τρυφερός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μυελώδης:''' похожий на мозг, мозговидный ([[ὑγρότης]] Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυελώδης Medium diacritics: μυελώδης Low diacritics: μυελώδης Capitals: ΜΥΕΛΩΔΗΣ
Transliteration A: myelṓdēs Transliteration B: myelōdēs Transliteration C: myelodis Beta Code: muelw/dhs

English (LSJ)

μυελῶδες, like marrow, ὑγρότης Arist.HA517a3.

German (Pape)

[Seite 213] ες, markähnlich, markartig, Sp.

Russian (Dvoretsky)

μυελώδης: похожий на мозг, мозговидный (ὑγρότης Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μυελώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς μυελόν, ὑγρότης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 8, 2.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ μυελώδης, -ῶδες) μυελός
1. αυτός που είναι όμοιος με τον μυελό ή αυτός που έχει τις ιδιότητες του μυελού
2. αυτός που αποτελείται από μυελό
3. (κατ' επέκτ.) απαλός, τρυφερός.