μονόχροος: Difference between revisions

From LSJ

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source
(6_19)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monochroos
|Transliteration C=monochroos
|Beta Code=mono/xroos
|Beta Code=mono/xroos
|Definition=ον, contr. μονό-χρους, ουν, also μονό-χρως, ων, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of one colour</b>, freq. in Arist., neut. sg. μονόχρουν <span class="bibl"><span class="title">HA</span> 558a26</span>, -χρων <span class="bibl"><span class="title">GA</span>749a25</span>, <span class="bibl">786a28</span>: in pl. always <b class="b3">μονόχροα</b>, <span class="bibl"><span class="title">HA</span>489b15</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.13.1</span>: gen. -όων <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>519a5</span>.</span>
|Definition=μονόχροον, contr. [[μονόχρους]], μονόχρουν, also [[μονόχρως]], ων, [[of one colour]], freq. in Arist., neut. sg. μονόχρουν ''HA'' 558a26, -χρων ''GA''749a25, 786a28: in plural always [[μονόχροα]], ''HA''489b15, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.13.1: gen. -όων [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''519a5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0206.png Seite 206]] zsgzgn μονόχρους, ουν, <b class="b2">einfarbig</b>, Arist. gener. an. 5, 6 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0206.png Seite 206]] zsgzgn μονόχρους, ουν, [[einfarbig]], Arist. gener. an. 5, 6 u. Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, [[ὡσαύτως]] -χρως, ων, ὁ ἔχων ἓν μόνον [[χρῶμα]] [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ., [[ὅστις]] ἐν τῷ ἑν. ἔχει τὸ οὐδέτερ. μονόχρουν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 1, -χρων, π. Ζ. Γεν. 3. 1, 3., 5. 6, 9· ἐν τῷ πληθ. ἔχει ἀεὶ μονόχροα, -όων, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 5, 5., 3. 12, 1, π. Ζ. Γεν. 5. 6, 1, κ. ἀλλ.· ὑπάρχει διάφ. γραφ. -χρωμος, 3. 3, 11, κ. ἀλλ.· καὶ ἐν Ξενοκρ. Ἐνύδρ. Τροφ. 28, [[μονόχροιος]], ἴδε τὴν λέξιν· [[ὡσαύτως]] μονοχρώμᾰτος, ον, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 90D· ἐπὶ ζωγραφημάτων, Πλίν. 35. 3. Πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 468.
|lstext='''μονόχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, [[ὡσαύτως]] -χρως, ων, ὁ ἔχων ἓν μόνον [[χρῶμα]] συχν. παρ’ Ἀριστ., [[ὅστις]] ἐν τῷ ἑν. ἔχει τὸ οὐδέτερ. μονόχρουν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 1, -χρων, π. Ζ. Γεν. 3. 1, 3., 5. 6, 9· ἐν τῷ πληθ. ἔχει ἀεὶ μονόχροα, -όων, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 5, 5., 3. 12, 1, π. Ζ. Γεν. 5. 6, 1, κ. ἀλλ.· ὑπάρχει διάφ. γραφ. -χρωμος, 3. 3, 11, κ. ἀλλ.· καὶ ἐν Ξενοκρ. Ἐνύδρ. Τροφ. 28, [[μονόχροιος]], ἴδε τὴν λέξιν· [[ὡσαύτως]] μονοχρώμᾰτος, ον, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 90D· ἐπὶ ζωγραφημάτων, Πλίν. 35. 3. Πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 468.
}}
{{elru
|elrutext='''μονόχροος:''' стяж. μονόχρους 2 Arst. = [[μονόχρως]].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόχροος Medium diacritics: μονόχροος Low diacritics: μονόχροος Capitals: ΜΟΝΟΧΡΟΟΣ
Transliteration A: monóchroos Transliteration B: monochroos Transliteration C: monochroos Beta Code: mono/xroos

English (LSJ)

μονόχροον, contr. μονόχρους, μονόχρουν, also μονόχρως, ων, of one colour, freq. in Arist., neut. sg. μονόχρουν HA 558a26, -χρων GA749a25, 786a28: in plural always μονόχροα, HA489b15, Thphr. HP 1.13.1: gen. -όων Arist.HA519a5.

German (Pape)

[Seite 206] zsgzgn μονόχρους, ουν, einfarbig, Arist. gener. an. 5, 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ὡσαύτως -χρως, ων, ὁ ἔχων ἓν μόνον χρῶμα συχν. παρ’ Ἀριστ., ὅστις ἐν τῷ ἑν. ἔχει τὸ οὐδέτερ. μονόχρουν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 1, -χρων, π. Ζ. Γεν. 3. 1, 3., 5. 6, 9· ἐν τῷ πληθ. ἔχει ἀεὶ μονόχροα, -όων, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 5, 5., 3. 12, 1, π. Ζ. Γεν. 5. 6, 1, κ. ἀλλ.· ὑπάρχει διάφ. γραφ. -χρωμος, 3. 3, 11, κ. ἀλλ.· καὶ ἐν Ξενοκρ. Ἐνύδρ. Τροφ. 28, μονόχροιος, ἴδε τὴν λέξιν· ὡσαύτως μονοχρώμᾰτος, ον, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 90D· ἐπὶ ζωγραφημάτων, Πλίν. 35. 3. Πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 468.

Russian (Dvoretsky)

μονόχροος: стяж. μονόχρους 2 Arst. = μονόχρως.