ᾠοτοκία: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ootokia | |Transliteration C=ootokia | ||
|Beta Code=w)|otoki/a | |Beta Code=w)|otoki/a | ||
|Definition=ἡ, [[laying of eggs]], Arist.''HA''538a7, ''GA''728b7; <b class="b3">πρὸ τῆς ᾠ.</b> before [[they lay their eggs]], Plu.2.637f: pl., Hld.9.22, ''Gp.''14.7.9. | |Definition=ἡ, [[laying of eggs]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''538a7, ''GA''728b7; <b class="b3">πρὸ τῆς ᾠ.</b> before [[they lay their eggs]], Plu.2.637f: pl., Hld.9.22, ''Gp.''14.7.9. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 22:25, 24 November 2023
English (LSJ)
ἡ, laying of eggs, Arist.HA538a7, GA728b7; πρὸ τῆς ᾠ. before they lay their eggs, Plu.2.637f: pl., Hld.9.22, Gp.14.7.9.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
faculté de pondre, ponte.
Étymologie: ᾠόν, τίκτω.
Russian (Dvoretsky)
ᾠοτοκία: ἡ кладка яиц Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ᾠοτοκία: ἡ, τὸ ᾠοτοκεῖν, τὸ τίκτειν ᾠά, Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα. Ἱστ. 4. 11, 5, περὶ Ζῴων Γεν. 1. 20, 11· πρὸ τῆς ᾠοτ., πρὶν ἢ γεννήσωσι τὰ ᾠά των, Πλούτ. 2. 637F· - ἐν τῷ πληθ., Ἡλιόδ. 9. 22.
Greek Monolingual
η / ᾠοτοκία, ΝΜΑ ωοτόκος
1. η γέννηση αβγών
2. βιολ. τρόπος αναπαραγωγής τών ζώων κατά τον οποίο το θηλυκό άτομο γεννά, αντί για νεογνά, αβγά που εκκολάπτονται έξω από τον μητρικό οργανισμό (α. «ωοτοκία ψαριών» β. «ταῖς τῶν κροκοδείλων ᾠοτοκίαις», Ηλιόδ.).