obstáculo: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
(2)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἐγκοπή]], [[ἔμφραγμα]], [[διάφραγμα]], [[ἀντιπίπτω]], [[ἐμποδών]], [[εἱργμός]], [[διακώλυμα]], [[ἐμπόδισις]], [[ἐμποδισμός]], [[ἐμπόδισμα]], [[ἔγκομμα]], [[ἀντίκρουσις]], [[ἔνστημα]], [[βάσανος]], [[ἐμπόδιος]], [[ἐνστατικός]], [[ἔνεδρον]]
|sltx=[[ἐγκοπή]], [[ἔμφραγμα]], [[διάφραγμα]], [[ἀντιπίπτω]], [[ἐμποδών]], [[εἱργμός]], [[διακώλυμα]], [[ἐμπόδισις]], [[ἐμποδισμός]], [[ἐμπόδισμα]], [[ἔγκομμα]], [[ἀντίκρουσις]], [[ἔνστημα]], [[βάσανος]], [[τὸ ἐμπόδιον]], [[ἐμπόδιον]], [[ἐνστατικός]], [[ἔνεδρον]]
}}
}}

Latest revision as of 18:39, 7 December 2023