ξεχειλίζω: Difference between revisions
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(27) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ξεχειλώ]], | |mltxt=και [[ξεχειλώ]], ξεχειλάω [[ξέχειλος]]<br /><b>1.</b> (για υγρά) [[ξεπερνώ]] τα χείλη του δοχείου, χύνομαι απ' έξω, [[υπερχειλίζω]]<br /><b>2.</b> (για ποταμούς ή για λίμνες) [[ανεβαίνω]] [[πάνω]] από την [[κοίτη]], [[ξεπερνώ]] την κανονική [[στάθμη]] του νερού, [[πλημμυρίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για ψυχικές καταστάσεις) [[γίνομαι]] [[αβάστακτος]], [[αφόρητος]], [[υπερβαίνω]] τα συνηθισμένα όρια («ξεχείλισε πια ο [[θυμός]] του»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ξεχείλισε το [[ποτήρι]]» — εξαντλήθηκε η [[υπομονή]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:43, 8 December 2023
Greek Monolingual
και ξεχειλώ, ξεχειλάω ξέχειλος
1. (για υγρά) ξεπερνώ τα χείλη του δοχείου, χύνομαι απ' έξω, υπερχειλίζω
2. (για ποταμούς ή για λίμνες) ανεβαίνω πάνω από την κοίτη, ξεπερνώ την κανονική στάθμη του νερού, πλημμυρίζω
3. μτφ. (για ψυχικές καταστάσεις) γίνομαι αβάστακτος, αφόρητος, υπερβαίνω τα συνηθισμένα όρια («ξεχείλισε πια ο θυμός του»)
4. φρ. «ξεχείλισε το ποτήρι» — εξαντλήθηκε η υπομονή.