σπούδαξ: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
mNo edit summary |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spoydaks | |Transliteration C=spoydaks | ||
|Beta Code=spou/dac | |Beta Code=spou/dac | ||
|Definition= | |Definition=[[ἀλετρίβανος]] ([[pestle]]), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπούδαξ''': «ἀλεκτρίβανος» Ἡσύχ. | |lstext='''σπούδαξ''': «ἀλεκτρίβανος» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀλετρίβανος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλεκτικός [[εκφραστικός]] τ. <span style="color: red;"><</span> [[σπουδή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i> ([[πρβλ]]. [[αὖλαξ]]). Η σημ. του τ. «[[γουδί]]», αν δεν [[είναι]] μτφ., θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στη σημ. της ρίζας του ρ. [[σπεύδω]] «[[πιέζω]], [[συνθλίβω]]» (<b>βλ.</b> [[σπεύδω]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:06, 12 December 2023
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
σπούδαξ: «ἀλεκτρίβανος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀλετρίβανος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός εκφραστικός τ. < σπουδή + επίθημα -αξ (πρβλ. αὖλαξ). Η σημ. του τ. «γουδί», αν δεν είναι μτφ., θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στη σημ. της ρίζας του ρ. σπεύδω «πιέζω, συνθλίβω» (βλ. σπεύδω)].