duda: Difference between revisions
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀμφιβολία]], [[ἀμφιβολίη]], [[ἀμφίγνοια]], [[ἀμφιλογία]], [[ἀμφίλογος]], [[ἀμφισβήτησις]], [[ἀπιστία]], [[ἀπιστίη]], [[ἀπορία]], [[ἀπορίη]], [[διαγνοία]], [[διάκρισις]], [[διαλογισμός]], [[διαμφισβήτησις]], [[διαπόρησις]], [[διαφόρησις]], [[δίσταγμα]], [[δισταγμός]], [[διστασία]], [[δίστασις]], [[διστασμός]], [[διψυχία]], [[δοιή]], [[εἰκασία]], [[ἐνδοιασμός]], [[ἐνδυασμός]], [[τὸ διστακτικόν]] | |sltx=[[ἀμφιβολία]], [[ἀμφιβολίη]], [[ἀμφίγνοια]], [[ἀμφιλογία]], [[ἀμφίλογος]], [[ἀμφισβήτησις]], [[ἀπιστία]], [[ἀπιστίη]], [[ἀπορία]], [[ἀπορίη]], [[διαγνοία]], [[διάκρισις]], [[διαλογισμός]], [[διαμφισβήτησις]], [[διαπόρησις]], [[διαφόρησις]], [[δίσταγμα]], [[δισταγμός]], [[διστασία]], [[δίστασις]], [[διστασμός]], [[διψυχία]], [[δοιή]], [[εἰκασία]], [[εἰκασίη]], [[ἐνδοίασις]], [[ἐνδοιασμός]], [[ἐνδυασμός]], [[ἐπαπόρημα]], [[τὸ ἄπιστον]], [[τὸ διστακτικόν]], [[φόβος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 22 December 2023
Spanish > Greek
ἀμφιβολία, ἀμφιβολίη, ἀμφίγνοια, ἀμφιλογία, ἀμφίλογος, ἀμφισβήτησις, ἀπιστία, ἀπιστίη, ἀπορία, ἀπορίη, διαγνοία, διάκρισις, διαλογισμός, διαμφισβήτησις, διαπόρησις, διαφόρησις, δίσταγμα, δισταγμός, διστασία, δίστασις, διστασμός, διψυχία, δοιή, εἰκασία, εἰκασίη, ἐνδοίασις, ἐνδοιασμός, ἐνδυασμός, ἐπαπόρημα, τὸ ἄπιστον, τὸ διστακτικόν, φόβος