προέκκειμαι: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
m (Text replacement - " usu. " to " usually ") |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proekkeimai | |Transliteration C=proekkeimai | ||
|Beta Code=proe/kkeimai | |Beta Code=proe/kkeimai | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[lie before]], [[project beyond]], στέρνα τὸ μέτριον π. Philostr. Jun.''Im.''15: but usually<br><span class="bld">II</span> Pass. of [[προεκτίθημι]], to [[be fixed in advance]], ἡ προεκκειμένη ἡμέρα Cic.''Att.''6.5.2; to [[be set forth previously]], τὰ προεκκείμενα Demetr.Lac.''Herc.''1012.33, etc.; τὰ προεκκείμενα προστάγματα ''PTeb.''5.224 (ii B.C.); οἱ προεκκείμενοι λόγοι A.D.''Synt.''10.24; <b class="b3">αἱ προεκκείμεναι [ἀρεταί]</b> the [[above-mentioned]]…, Longin.11.1; to [[be cited above]], Ath.3.105c.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">τὰ προεκκείμενα πτωτικά</b> case-forms [[presupposed by]] or [[underlying]] adverbs, A.D.''Adv.'' 170.26. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0718.png Seite 718]] (s. [[κεῖμαι]]), vorliegen; vorher auseinandergesetzt sein, S. Emp. adv. phys. 1, 190. Bei Ath. III, 105 b τὰ προεκκείμενα Titel eines Buches des Epicharmus (?). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0718.png Seite 718]] (s. [[κεῖμαι]]), vorliegen; vorher auseinandergesetzt sein, S. Emp. adv. phys. 1, 190. Bei Ath. III, 105 b τὰ προεκκείμενα Titel eines Buches des Epicharmus (?). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προέκκειμαι:''' лежать впереди, перен. предшествовать: ἀπὸ τῶν προεκκειμένων γέγονε πρόδηλον Sext. из вышеизложенного стало очевидным. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> προεκτείνομαι, [[προεξέχω]]<br /><b>2.</b> (ως παθ. του [[προεκτίθημι]]) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.)<br />β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι [[προηγουμένως]] («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.)<br />γ) μνημονεύομαι [[παραπάνω]], προαναφέρομαι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τὰ προεκκείμενα πτωτικά» — πτωτικά τών οποίων η ύπαρξη προϋποτίθεται από επιρρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔκκειμαι]] «[[προεξέχω]], προσδιορίζομαι, διατυπώνομαι»]. | |mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> προεκτείνομαι, [[προεξέχω]]<br /><b>2.</b> (ως παθ. του [[προεκτίθημι]]) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.)<br />β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι [[προηγουμένως]] («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.)<br />γ) μνημονεύομαι [[παραπάνω]], προαναφέρομαι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τὰ προεκκείμενα πτωτικά» — πτωτικά τών οποίων η ύπαρξη προϋποτίθεται από επιρρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔκκειμαι]] «[[προεξέχω]], προσδιορίζομαι, διατυπώνομαι»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:57, 14 January 2024
English (LSJ)
A lie before, project beyond, στέρνα τὸ μέτριον π. Philostr. Jun.Im.15: but usually
II Pass. of προεκτίθημι, to be fixed in advance, ἡ προεκκειμένη ἡμέρα Cic.Att.6.5.2; to be set forth previously, τὰ προεκκείμενα Demetr.Lac.Herc.1012.33, etc.; τὰ προεκκείμενα προστάγματα PTeb.5.224 (ii B.C.); οἱ προεκκείμενοι λόγοι A.D.Synt.10.24; αἱ προεκκείμεναι [ἀρεταί] the above-mentioned…, Longin.11.1; to be cited above, Ath.3.105c.
2 τὰ προεκκείμενα πτωτικά case-forms presupposed by or underlying adverbs, A.D.Adv. 170.26.
German (Pape)
[Seite 718] (s. κεῖμαι), vorliegen; vorher auseinandergesetzt sein, S. Emp. adv. phys. 1, 190. Bei Ath. III, 105 b τὰ προεκκείμενα Titel eines Buches des Epicharmus (?).
Russian (Dvoretsky)
προέκκειμαι: лежать впереди, перен. предшествовать: ἀπὸ τῶν προεκκειμένων γέγονε πρόδηλον Sext. из вышеизложенного стало очевидным.
Greek (Liddell-Scott)
προέκκειμαι: Παθ., κεῖμαι ἀνωτέρω, μνημονεύομαι ἀνωτέρω, Ἀθήν. 105C, Λογγῖν. 11, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 190. 2) προεκτείνομαι πέραν..., στέρνα τὸ μέτριον προεκκείμενα Φιλόστρ. 887.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. προεκτείνομαι, προεξέχω
2. (ως παθ. του προεκτίθημι) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.)
β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι προηγουμένως («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.)
γ) μνημονεύομαι παραπάνω, προαναφέρομαι
4. φρ. «τὰ προεκκείμενα πτωτικά» — πτωτικά τών οποίων η ύπαρξη προϋποτίθεται από επιρρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἔκκειμαι «προεξέχω, προσδιορίζομαι, διατυπώνομαι»].