усердно: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(7) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀπό σπουδῆς]], [[ἐπιμελῶς]], [[ἐνδυκέως]], [[ἐρρωμένως]], [[ἐπιτηδείως]], [[ἐπιτηδέως]], [[ἐξεπίτηδες]], [[συντόνως]], [[ἐντεταμένως]], [[ἀραρότως]], [[συντεταμένως]], [[ἐκτενῶς]], [[ἐκτενέως]], [[ἐσπευσμένως]], [[εὐτόνως]], [[νειόθεν]], [[φιλοπόνως]], [[προθύμως]], [[σπουδαίως]], [[μεγαλωστί]] | |rueltext=[[μάλα]], [[ἐπισταδόν]], [[ἀπό σπουδῆς]], [[ἐπιμελῶς]], [[ἐνδυκέως]], [[ἐρρωμένως]], [[ἐπιτηδείως]], [[ἐπιτηδέως]], [[ἐξεπίτηδες]], [[συντόνως]], [[ἐντεταμένως]], [[ἀραρότως]], [[συντεταμένως]], [[ἐκτενῶς]], [[ἐκτενέως]], [[ἐν ἐκτενείᾳ]], [[ἐσπευσμένως]], [[εὐτόνως]], [[νειόθεν]], [[φιλοπόνως]], [[προθύμως]], [[σπουδαίως]], [[μεγαλωστί]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:10, 26 January 2024
Russian > Greek
μάλα, ἐπισταδόν, ἀπό σπουδῆς, ἐπιμελῶς, ἐνδυκέως, ἐρρωμένως, ἐπιτηδείως, ἐπιτηδέως, ἐξεπίτηδες, συντόνως, ἐντεταμένως, ἀραρότως, συντεταμένως, ἐκτενῶς, ἐκτενέως, ἐν ἐκτενείᾳ, ἐσπευσμένως, εὐτόνως, νειόθεν, φιλοπόνως, προθύμως, σπουδαίως, μεγαλωστί