γαλακτοῦχος: Difference between revisions
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
(4) |
mNo edit summary |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=galaktoychos | |Transliteration C=galaktoychos | ||
|Beta Code=galaktou=xos | |Beta Code=galaktou=xos | ||
|Definition=ον, (ἔχω) <span | |Definition=γαλακτοῦχον, ([[ἔχω]]) [[having milk]] or [[sucking milk]], Poll.3.50. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] [[Milch habend]], [[Milch säugend]], Poll. 3, 50. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''γᾰλακτοῦχος''': -ον, ([[ἔχω]]) ὁ ἔχων [[γάλα]], ὁ γάλακτι τρέφων, Πολυδ. Γ΄, 50. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο (Α γαλακτοῦχος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που περιέχει [[γάλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[μητέρα]] ή τροφό) αυτή που έχει [[γάλα]] για να θηλάσει το [[νεογνό]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]](-<i>κτος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουχος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:53, 4 February 2024
English (LSJ)
γαλακτοῦχον, (ἔχω) having milk or sucking milk, Poll.3.50.
German (Pape)
[Seite 471] Milch habend, Milch säugend, Poll. 3, 50.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων γάλα, ὁ γάλακτι τρέφων, Πολυδ. Γ΄, 50.
Greek Monolingual
-ο (Α γαλακτοῦχος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που περιέχει γάλα
αρχ.
(για μητέρα ή τροφό) αυτή που έχει γάλα για να θηλάσει το νεογνό της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα(-κτος) + -ουχος < έχω].