ἐρειψιπύλας: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(6_15)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ereipsipylas
|Transliteration C=ereipsipylas
|Beta Code=e)reiyipu/las
|Beta Code=e)reiyipu/las
|Definition=[ῠ], α, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">overthrowing gates</b>, <span class="bibl">B.5.56</span>.</span>
|Definition=[ῠ], α, ὁ, [[overthrowing gates]], B.5.56.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρειψιπύλας''': ὁ, ὁ καταρρίπτων, κατακρημνίζων πύλας, ἐρειψιπύλαν παῖδα... Διὸς ἀργικεραύνου, πιθ. ἀναφ. εἰς τὴν ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους πολιορκίαν καὶ ἅλωσιν τῆς Τροίας, Βακχυλ. V. 56, πρβλ. [[ἐρειψίτοιχος]].
|lstext='''ἐρειψιπύλας''': ὁ, ὁ καταρρίπτων, κατακρημνίζων πύλας, ἐρειψιπύλαν παῖδα... Διὸς ἀργικεραύνου, πιθ. ἀναφ. εἰς τὴν ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους πολιορκίαν καὶ ἅλωσιν τῆς Τροίας, Βακχυλ. V. 56, πρβλ. [[ἐρειψίτοιχος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρειψιπύλας]], ὁ (Α)<br />αυτός που καταρρίπτει, που κατακρημνίζει τις πύλες («ἐρειψιπύλαν παῖδα... Διὸς ἀργικεραύνου», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρειψις]] «[[γκρέμισμα]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ερείπω]]) <span style="color: red;">+</span> <i>πύλας</i> (αιτ. πληθ. του [[πύλη]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:22, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρειψῐπύλας Medium diacritics: ἐρειψιπύλας Low diacritics: ερειψιπύλας Capitals: ΕΡΕΙΨΙΠΥΛΑΣ
Transliteration A: ereipsipýlas Transliteration B: ereipsipylas Transliteration C: ereipsipylas Beta Code: e)reiyipu/las

English (LSJ)

[ῠ], α, ὁ, overthrowing gates, B.5.56.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρειψιπύλας: ὁ, ὁ καταρρίπτων, κατακρημνίζων πύλας, ἐρειψιπύλαν παῖδα... Διὸς ἀργικεραύνου, πιθ. ἀναφ. εἰς τὴν ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους πολιορκίαν καὶ ἅλωσιν τῆς Τροίας, Βακχυλ. V. 56, πρβλ. ἐρειψίτοιχος.

Greek Monolingual

ἐρειψιπύλας, ὁ (Α)
αυτός που καταρρίπτει, που κατακρημνίζει τις πύλες («ἐρειψιπύλαν παῖδα... Διὸς ἀργικεραύνου», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρειψις «γκρέμισμα» (< ερείπω) + πύλας (αιτ. πληθ. του πύλη)].