εύνομος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[εὔνομος]], -ον) αυτός που κυβερνάται με καλούς, δίκαιους νόμους («τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που γίνεται δίκαια, [[νόμιμα]] («ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μοῑρα [[εὔνομος]]» — [[ευνομία]], (<b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έν</i>-<i>νομος</i>, [[παρά]]-<i>νομος</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[εὔνομος]], -ον (Α)<br />(για τόπους) αυτός που έχει καλή [[βοσκή]], που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[βοσκή]] («εὔνομα ἄλση», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] «[[βόσκω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγρο</i>-[[νόμος]], <i>βου</i>-[[νόμος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[εὔνομος]], -ον) αυτός που κυβερνάται με καλούς, δίκαιους νόμους («τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που γίνεται δίκαια, [[νόμιμα]] («ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μοῖρα [[εὔνομος]]» — [[ευνομία]], (<b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]]), [[πρβλ]]. <i>έν</i>-<i>νομος</i>, [[παρά]]-<i>νομος</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[εὔνομος]], -ον (Α)<br />(για τόπους) αυτός που έχει καλή [[βοσκή]], που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[βοσκή]] («εὔνομα ἄλση», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] «[[βόσκω]]»), [[πρβλ]]. [[αγρονόμος]], [[βουνόμος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:26, 6 February 2024

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (Α εὔνομος, -ον) αυτός που κυβερνάται με καλούς, δίκαιους νόμους («τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που γίνεται δίκαια, νόμιμα («ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον», Πίνδ.)
2. φρ. «μοῖρα εὔνομος» — ευνομία, (Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -νομος (< νέμω), πρβλ. έν-νομος, παρά-νομος].
(II)
εὔνομος, -ον (Α)
(για τόπους) αυτός που έχει καλή βοσκή, που είναι κατάλληλος για βοσκή («εὔνομα ἄλση», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -νομος (< νέμω «βόσκω»), πρβλ. αγρονόμος, βουνόμος.