επασκώ: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπασκῶ, -έω (Α) [[ασκώ]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] με [[επιμέλεια]], [[διακοσμώ]] [[κάτι]] με [[φροντίδα]] («ἐπήσκηται δὲ oἱ αὐλὴ τοίχῳ καὶ θριγκοῖσι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκθειάζω]], [[εξαίρω]], [[αναδεικνύω]] («ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καλλιεργώ]], [[εξασκώ]], [[προάγω]] («σοφίαν ἐπασκεῖ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επαυξάνω]] («δύναμιν ἀνθρώπων ἀπίστων ἐπασκῆσαι», Αρρ.)<br /><b>5.</b> (για αθλητές) ασκούμαι, γυμνάζομαι<br /><b>6.</b> [[εξεγείρω]] [[εναντίον]] κάποιου («πάντας αὐτῷ τοὺς ἐχθροὺς ἐπήσκησαν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>7.</b> [[γυμνάζω]] για τον αγώνα<br /><b>8.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπασκεῖν<br />σέβεσθαι, ἁγνεύειν».
|mltxt=ἐπασκῶ, -έω (Α) [[ασκώ]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] με [[επιμέλεια]], [[διακοσμώ]] [[κάτι]] με [[φροντίδα]] («ἐπήσκηται δὲ oἱ αὐλὴ τοίχῳ καὶ θριγκοῖσι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκθειάζω]], [[εξαίρω]], [[αναδεικνύω]] («ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καλλιεργώ]], [[εξασκώ]], [[προάγω]] («σοφίαν ἐπασκεῖ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επαυξάνω]] («δύναμιν ἀνθρώπων ἀπίστων ἐπασκῆσαι», Αρρ.)<br /><b>5.</b> (για αθλητές) ασκούμαι, γυμνάζομαι<br /><b>6.</b> [[εξεγείρω]] [[εναντίον]] κάποιου («πάντας αὐτῷ τοὺς ἐχθροὺς ἐπήσκησαν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>7.</b> [[γυμνάζω]] για τον αγώνα<br /><b>8.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπασκεῖν<br />σέβεσθαι, ἁγνεύειν».
}}
}}

Latest revision as of 14:27, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἐπασκῶ, -έω (Α) ασκώ
1. κατασκευάζω κάτι με επιμέλεια, διακοσμώ κάτι με φροντίδα («ἐπήσκηται δὲ oἱ αὐλὴ τοίχῳ καὶ θριγκοῖσι», Ομ. Οδ.)
2. εκθειάζω, εξαίρω, αναδεικνύω («ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς», Πίνδ.)
3. καλλιεργώ, εξασκώ, προάγω («σοφίαν ἐπασκεῖ», Αριστοφ.)
4. επαυξάνω («δύναμιν ἀνθρώπων ἀπίστων ἐπασκῆσαι», Αρρ.)
5. (για αθλητές) ασκούμαι, γυμνάζομαι
6. εξεγείρω εναντίον κάποιου («πάντας αὐτῷ τοὺς ἐχθροὺς ἐπήσκησαν», Δίων Κάσσ.)
7. γυμνάζω για τον αγώνα
8. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπασκεῖν
σέβεσθαι, ἁγνεύειν».