δαφνοφόρος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[δαφνηφόρος]], -ον)<br />(για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] δάφνες («κοιλάδες δαφνοφόρες», «δαφνηφόρον [[ἄλσος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στολισμένος με δάφνες («[[μέσα]] στις εκκλησίες τις δαφνοφόρες»)<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει τις δάφνες της δόξας («[[δαφνοφόρος]] [[πόλεμος]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος έχει [[σχέση]] με δάφνες [[προς]] τιμήν του Απόλλωνος («δαφνηφόροις | |mltxt=-α, -ο (Α [[δαφνηφόρος]], -ον)<br />(για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] δάφνες («κοιλάδες δαφνοφόρες», «δαφνηφόρον [[ἄλσος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στολισμένος με δάφνες («[[μέσα]] στις εκκλησίες τις δαφνοφόρες»)<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει τις δάφνες της δόξας («[[δαφνοφόρος]] [[πόλεμος]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος έχει [[σχέση]] με δάφνες [[προς]] τιμήν του Απόλλωνος («δαφνηφόροις τιμαῖς» — λιτανείες με κλαδιά δάφνης)<br /><b>2.</b> επίθ. του Απόλλωνος στη Θήβα και την Ερέτρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάφνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=Sp., [[dubia lectio|l.d.]], = [[δαφνηφόρος]], DC. 37.21. | |ptext=Sp., [[dubia lectio|l.d.]], = [[δαφνηφόρος]], DC. 37.21. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:28, 6 February 2024
Greek Monolingual
-α, -ο (Α δαφνηφόρος, -ον)
(για τόπο) γεμάτος δάφνες («κοιλάδες δαφνοφόρες», «δαφνηφόρον ἄλσος»)
νεοελλ.
1. στολισμένος με δάφνες («μέσα στις εκκλησίες τις δαφνοφόρες»)
2. αυτός που φέρνει τις δάφνες της δόξας («δαφνοφόρος πόλεμος)
αρχ.
1. όποιος έχει σχέση με δάφνες προς τιμήν του Απόλλωνος («δαφνηφόροις τιμαῖς» — λιτανείες με κλαδιά δάφνης)
2. επίθ. του Απόλλωνος στη Θήβα και την Ερέτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + -φόρος < φέρω.
German (Pape)
Sp., l.d., = δαφνηφόρος, DC. 37.21.