επίπεμπτος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
(13)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίπεμπτος]], -ον) [[επιπέμπω]]<br /><b>μαθημ.</b> αυτός που περιέχει μία ακέραια [[μονάδα]] και επί [[πλέον]] το ένα πέμπτο της (1 <span style="color: red;">+</span> <sup>1</sup> / <sub>5</sub>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> ο [[αριθμητικός]] και [[αρμονικός]] [[λόγος]] της συγχορδίας που παράγεται με διαστήματα τρίτης στη [[φυσική]] διατονική [[κλίμακα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δάνειο]] που περιέχει [[εκτός]] του κεφαλαίου και το ένα πέμπτο του, δηλ. 20% («ᾧ μέν γὰρ ἂν [[δέκα]] μναῑ [[εἰσφορά]] γένηται, [[ὥσπερ]] ναυτικὸν σχεδὸν ἐπίπεμπτον αὐτῷ γίγνεται, [[τριώβολον]] τῆς ἡμέρας λαμβάνοντι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[πέμπτος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τοὐπίπεμπτον</i><br />το ένα πέμπτο τών [[ψήφων]] σε [[δίκη]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίπεμπτος]], -ον) [[επιπέμπω]]<br /><b>μαθημ.</b> αυτός που περιέχει μία ακέραια [[μονάδα]] και επί [[πλέον]] το ένα πέμπτο της (1 <span style="color: red;">+</span> <sup>1</sup> / <sub>5</sub>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> ο [[αριθμητικός]] και [[αρμονικός]] [[λόγος]] της συγχορδίας που παράγεται με διαστήματα τρίτης στη [[φυσική]] διατονική [[κλίμακα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δάνειο]] που περιέχει [[εκτός]] του κεφαλαίου και το ένα πέμπτο του, δηλ. 20% («ᾧ μέν γὰρ ἂν [[δέκα]] μναῖ [[εἰσφορά]] γένηται, [[ὥσπερ]] ναυτικὸν σχεδὸν ἐπίπεμπτον αὐτῷ γίγνεται, [[τριώβολον]] τῆς ἡμέρας λαμβάνοντι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[πέμπτος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τοὐπίπεμπτον</i><br />το ένα πέμπτο τών [[ψήφων]] σε [[δίκη]].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίπεμπτος, -ον) επιπέμπω
μαθημ. αυτός που περιέχει μία ακέραια μονάδα και επί πλέον το ένα πέμπτο της (1 + 1 / 5)
νεοελλ.
μουσ. ο αριθμητικός και αρμονικός λόγος της συγχορδίας που παράγεται με διαστήματα τρίτης στη φυσική διατονική κλίμακα
αρχ.
1. δάνειο που περιέχει εκτός του κεφαλαίου και το ένα πέμπτο του, δηλ. 20% («ᾧ μέν γὰρ ἂν δέκα μναῖ εἰσφορά γένηται, ὥσπερ ναυτικὸν σχεδὸν ἐπίπεμπτον αὐτῷ γίγνεται, τριώβολον τῆς ἡμέρας λαμβάνοντι», Ξεν.)
2. πέμπτος
3. το ουδ. ως ουσ. τοὐπίπεμπτον
το ένα πέμπτο τών ψήφων σε δίκη.