εξαίρετος: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(12) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐξαίρετος]], -ον) [[εξαιρώ]]<br /><b>1.</b> [[εκλεκτός]], [[διαλεχτός]] («[[εξαίρετος]] [[δάσκαλος]], [[φίλος]]», «πολλαὶ δὲ | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐξαίρετος]], -ον) [[εξαιρώ]]<br /><b>1.</b> [[εκλεκτός]], [[διαλεχτός]] («[[εξαίρετος]] [[δάσκαλος]], [[φίλος]]», «πολλαὶ δὲ γυναῖκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> όχι [[συνηθισμένος]] ή [[τυχαίος]] («μετ' εξαίρετου [[τιμής]], υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξαίρετον</i><br />ό,τι δίδεται στον επιζώντα σύζυγο [[εκτός]] της κληρονομικής του μερίδας σε [[περίπτωση]] «διαδοχής εξ αδιαθέτου»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαφορετικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που εξαιρείται («ἀπέκτεινον και ἐξαίρετον ἐποιήσαντο οὐδένα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που αποχωρίζεται, ξεχωρίζεται για ορισμένο σκοπό («καὶ [[χίλια]] τάλαντα ἀπὸ τῶν ἐν τῇ ἀκροπόλει χρημάτων ἔδοξεν αύτοῖς ἐξαίρετα ποιησαμένους χωρὶς θέσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξαίρετον</i><br />α) διακριτικό [[σημάδι]]<br />β) [[ξεχωριστός]] [[χαρακτήρας]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐξαίρετα</i><br />α) αναλώματα<br />β) μέρη μηχανήματος<br />γ) δώρα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εξαίρετα]] (AM ἐξαιρέτως)<br /><b>1.</b> σε εξαίρετο βαθμό, [[πάρα]] πολύ<br /><b>2.</b> πολύ καλά, θαυμάσια<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ιδίως]], [[προπάντων]]<br /><b>αρχ.</b><br />αποκλειστικά, εντελώς ξεχωριστά. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:30, 6 February 2024
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐξαίρετος, -ον) εξαιρώ
1. εκλεκτός, διαλεχτός («εξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῖκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.)
2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ' εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξαίρετον
ό,τι δίδεται στον επιζώντα σύζυγο εκτός της κληρονομικής του μερίδας σε περίπτωση «διαδοχής εξ αδιαθέτου»
αρχ.
1. διαφορετικός
2. αυτός που εξαιρείται («ἀπέκτεινον και ἐξαίρετον ἐποιήσαντο οὐδένα», Θουκ.)
3. αυτός που αποχωρίζεται, ξεχωρίζεται για ορισμένο σκοπό («καὶ χίλια τάλαντα ἀπὸ τῶν ἐν τῇ ἀκροπόλει χρημάτων ἔδοξεν αύτοῖς ἐξαίρετα ποιησαμένους χωρὶς θέσθαι», Θουκ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξαίρετον
α) διακριτικό σημάδι
β) ξεχωριστός χαρακτήρας
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐξαίρετα
α) αναλώματα
β) μέρη μηχανήματος
γ) δώρα.
επίρρ...
εξαίρετα (AM ἐξαιρέτως)
1. σε εξαίρετο βαθμό, πάρα πολύ
2. πολύ καλά, θαυμάσια
αρχ.-μσν.
ιδίως, προπάντων
αρχ.
αποκλειστικά, εντελώς ξεχωριστά.