κατάδεσις: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάδεσις]], ἡ (Α) [[καταδέω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> στερεό [[δέσιμο]]<br /><b>2.</b> [[δέσιμο]] κάποιου με [[μάγια]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ καταδέσεις</i><br />μαγείες, μαγγανείες («ἐπῳδαῑς καὶ καταδέσεσι», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[κατάδεσις]], ἡ (Α) [[καταδέω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> στερεό [[δέσιμο]]<br /><b>2.</b> [[δέσιμο]] κάποιου με [[μάγια]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ καταδέσεις</i><br />μαγείες, μαγγανείες («ἐπῳδαῖς καὶ καταδέσεσι», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 14:38, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάδεσις Medium diacritics: κατάδεσις Low diacritics: κατάδεσις Capitals: ΚΑΤΑΔΕΣΙΣ
Transliteration A: katádesis Transliteration B: katadesis Transliteration C: katadesis Beta Code: kata/desis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A binding fast, Plu.2.771a.
II binding by magic knots: hence, spells, enchantments, in plural, Pl.Lg.933a.

German (Pape)

[Seite 1345] ἡ, das An-, Festbinden, der Verband; Plut. amat. 25; neben ἐπῳδαί Plat. Legg. XI, 933 a; vgl. κατάδεσμος.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de lier, d'attacher.
Étymologie: καταδέω¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάδεσις -εως, ἡ [καταδέω 1] bezwering.

Russian (Dvoretsky)

κατάδεσις: εως ἡ
1 перевязь, повязка (τῆς κεφαλῆς Plut.);
2 магический узел (один из приемов античной магии) Plat.

Greek (Liddell-Scott)

κατάδεσις: -εως, ἡ, τὸ στερεῶς δένειν, στερεὸν δέσιμον, Πλούτ. 2. 771Α. ΙΙ. δέσις διὰ μαγείας, Λατ. defixio, Πλάτ. Νόμ. 933Α· πρβλ. κατάδεσμος.

Greek Monolingual

κατάδεσις, ἡ (Α) καταδέω (Ι)]
1. στερεό δέσιμο
2. δέσιμο κάποιου με μάγια
3. στον πληθ. οἱ καταδέσεις
μαγείες, μαγγανείες («ἐπῳδαῖς καὶ καταδέσεσι», Πλάτ.).