κρεοδαισία: Difference between revisions
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρεοδαισία]] και [[κρεαδοσία]], ἡ (Α) [[κρεοδαίτης]]<br />η [[διανομή]] του κρέατος («ἡ εἰς μερίδας [[κρεοδαισία]], [[ὅταν]]... σταθμῷ λαβών [[ἕκαστος]] | |mltxt=[[κρεοδαισία]] και [[κρεαδοσία]], ἡ (Α) [[κρεοδαίτης]]<br />η [[διανομή]] του κρέατος («ἡ εἰς μερίδας [[κρεοδαισία]], [[ὅταν]]... σταθμῷ λαβών [[ἕκαστος]] μοῖραν ἑαυτῷ πρόθηται», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κρεοδαισία -ας, ἡ [κρεοδαίτης] [[verdeling van vlees]]. | |elnltext=κρεοδαισία -ας, ἡ [κρεοδαίτης] [[verdeling van vlees]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 6 February 2024
English (LSJ)
ἡ, distribution of meat, Demetr.Sceps. ap. Ath.10.425c, Plu.2.643a.
French (Bailly abrégé)
v. κρεωδαισία.
Greek Monolingual
κρεοδαισία και κρεαδοσία, ἡ (Α) κρεοδαίτης
η διανομή του κρέατος («ἡ εἰς μερίδας κρεοδαισία, ὅταν... σταθμῷ λαβών ἕκαστος μοῖραν ἑαυτῷ πρόθηται», Πλούτ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεοδαισία -ας, ἡ [κρεοδαίτης] verdeling van vlees.