καδδίζω: Difference between revisions
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. inf. pf. Pass.</i> [[κεκαδδίσθαι]], <i>vulg.</i> κεκαδεῖσθαι;<br />décider par les urnes, par un scrutin.<br />'''Étymologie:''' [[κάδος]]. | |btext=<i>seul. inf. pf. Pass.</i> [[κεκαδδίσθαι]], <i>vulg.</i> κεκαδεῖσθαι;<br />[[décider par les urnes]], [[par un scrutin]].<br />'''Étymologie:''' [[κάδος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καδδίζω]] (Α) [[κάδδιχος]]<br />[[ρίχνω]] την ψήφο στον κάδδιχον, στην [[κάλπη]], και κατ' επέκτ. [[ρίχνω]] αποδοκιμαστική ψήφο, [[αποδοκιμάζω]] με την ψήφο<br />το ρ. επλάσθη για να εξηγήσει το απρμφ. παθ. παρκμ. <i>κεκαδδίσθαι</i> ή <i>κεκαδδεῖσθαι</i> ([[κατά]] τα αντίγρ.) ή <i>κεκαδδῆσθαι</i> ή <i>κεκαδδίχθαι</i> ή <i>κεκαδδιχίσθαι</i> ή <i>ἐκκεκαδδιχίσθαι</i> που υπάρχει στον <b>Πλούτ.</b> («τὸν δὲ [[οὕτως]] ἀποδοκιμασθέντα | |mltxt=[[καδδίζω]] (Α) [[κάδδιχος]]<br />[[ρίχνω]] την ψήφο στον κάδδιχον, στην [[κάλπη]], και κατ' επέκτ. [[ρίχνω]] αποδοκιμαστική ψήφο, [[αποδοκιμάζω]] με την ψήφο<br />το ρ. επλάσθη για να εξηγήσει το απρμφ. παθ. παρκμ. <i>κεκαδδίσθαι</i> ή <i>κεκαδδεῖσθαι</i> ([[κατά]] τα αντίγρ.) ή <i>κεκαδδῆσθαι</i> ή <i>κεκαδδίχθαι</i> ή <i>κεκαδδιχίσθαι</i> ή <i>ἐκκεκαδδιχίσθαι</i> που υπάρχει στον <b>Πλούτ.</b> («τὸν δὲ [[οὕτως]] ἀποδοκιμασθέντα κεκαδδῖχθαι λέγουσι» — γι' αυτόν που αποδοκιμάστηκε με [[ψηφοφορία]] λένε ότι έχει καδδισθεί, <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καδδίζω:''' (только inf. pf. pass. [[κεκαδδίσθαι]] или κεκαδδεῖσθαι) решать голосованием (о допущении к участию в сисситиях) Plut. | |elrutext='''καδδίζω:''' (только inf. pf. pass. [[κεκαδδίσθαι]] или κεκαδδεῖσθαι) решать голосованием (о допущении к участию в сисситиях) Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 6 February 2024
German (Pape)
[Seite 1279] bei Plut. Lyc. 12 ist κεκαδδεῖσθαι, wofür man auch κεκαδδίσθαι od. κεκαδδίχεσθαι vermuthet, = durch eine eigenthümliche Abstimmung zu den Syssitien in Sparta zugelassen werden; κάδδος (v. l. κάδδιχος) γὰρ καλεῖται τὸ ἀγγεῖον, εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλιὰς (womit sie abstimmen) ἐμβάλλουσι.
French (Bailly abrégé)
seul. inf. pf. Pass. κεκαδδίσθαι, vulg. κεκαδεῖσθαι;
décider par les urnes, par un scrutin.
Étymologie: κάδος.
Greek Monolingual
καδδίζω (Α) κάδδιχος
ρίχνω την ψήφο στον κάδδιχον, στην κάλπη, και κατ' επέκτ. ρίχνω αποδοκιμαστική ψήφο, αποδοκιμάζω με την ψήφο
το ρ. επλάσθη για να εξηγήσει το απρμφ. παθ. παρκμ. κεκαδδίσθαι ή κεκαδδεῖσθαι (κατά τα αντίγρ.) ή κεκαδδῆσθαι ή κεκαδδίχθαι ή κεκαδδιχίσθαι ή ἐκκεκαδδιχίσθαι που υπάρχει στον Πλούτ. («τὸν δὲ οὕτως ἀποδοκιμασθέντα κεκαδδῖχθαι λέγουσι» — γι' αυτόν που αποδοκιμάστηκε με ψηφοφορία λένε ότι έχει καδδισθεί, Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
καδδίζω: (только inf. pf. pass. κεκαδδίσθαι или κεκαδδεῖσθαι) решать голосованием (о допущении к участию в сисситиях) Plut.