κρίμνον: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "[[<span class="ggns">Gegensatz</span>]]" to "<span class="ggns">Gegensatz</span>")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κρῑμνον και [[κρίμνον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> χοντροαλεσμένο [[κριθάρι]]<br /><b>2.</b> [[ψωμί]] παρασκευασμένο από χοντροαλεσμένο [[κριθάρι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κρῑμνα</i> ή <i>κρίμνα</i><br />ψίχουλα ψωμιού με τα οποία καθάριζαν τα χέρια [[κατά]] τα δείπνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. <i>κρί</i>, [[κριθή]] παρουσιάζει μορφολογικές δυσκολίες, ενώ φαίνεται πιθανότερο ότι το θ. της λ. <i>κρῖ</i>-<i>μν</i>-<i>ον</i> ανάγεται στο ίδιο θ. με τη λ. [[κρίνω]] «[[ξεχωρίζω]], [[κοσκινίζω]]»].
|mltxt=κρῑμνον και [[κρίμνον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> χοντροαλεσμένο [[κριθάρι]]<br /><b>2.</b> [[ψωμί]] παρασκευασμένο από χοντροαλεσμένο [[κριθάρι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κρῖμνα</i> ή <i>κρίμνα</i><br />ψίχουλα ψωμιού με τα οποία καθάριζαν τα χέρια [[κατά]] τα δείπνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. <i>κρί</i>, [[κριθή]] παρουσιάζει μορφολογικές δυσκολίες, ενώ φαίνεται πιθανότερο ότι το θ. της λ. <i>κρῖ</i>-<i>μν</i>-<i>ον</i> ανάγεται στο ίδιο θ. με τη λ. [[κρίνω]] «[[ξεχωρίζω]], [[κοσκινίζω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:40, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρίμνον Medium diacritics: κρίμνον Low diacritics: κρίμνον Capitals: ΚΡΙΜΝΟΝ
Transliteration A: krímnon Transliteration B: krimnon Transliteration C: krimnon Beta Code: kri/mnon

English (LSJ)

τό,
A coarse barley meal, Hp. ap. Gal.19.115, Eup.11.5 D.(prob.), Arist.HA501b31 (pl.), PRyl.280v(ii A. D.); grounds in gruel, Call.Fr.205.
2 coarse loaf, AP6.302 (Leon.), Babr.108.9.
3 in plural, crumbs, Herod.6.6; κρίμνα χειρῶν, = ἀπομαγδαλιά, Lyc.607.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 farine d'orge grossière ; pain fait de cette farine ; κρῖμνα χειρῶν mie de pain pour s'essuyer les doigts au cours du repas;
2 goutte du breuvage ou de la bouillie κυκεών.
Étymologie: κρίνω.

Greek (Liddell-Scott)

κρίμνον: τό, (ἴδε ἐν λέξ. κρίνω) χονδροαλεσμέναι κριθαί, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 5· κρίμνον κυκεῶνος ἀποστάζοντος ἔραζε Καλλίμ. παρὰ Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 607· ― ἄρτος ἐκ τοιούτου ἀλεύρου, Ἀνθ. Π. 6. 302, πρβλ. Βαβρ. 108. 9· ― κρίμνα χειρῶν, ψιχία ἄρτου κτλ., πρὸς καθαρισμὸν τῶν χειρῶν κατὰ τὰ δεῖπνα, ὡς τὸ ἀπομαγδαλιά, Λυκόφρ. 607 (ἀλλὰ κρῖμνα ἐν Ἡρώνδ. 6. 6).

Greek Monolingual

κρῑμνον και κρίμνον, τὸ (Α)
1. χοντροαλεσμένο κριθάρι
2. ψωμί παρασκευασμένο από χοντροαλεσμένο κριθάρι
3. στον πληθ. τὰ κρῖμνα ή κρίμνα
ψίχουλα ψωμιού με τα οποία καθάριζαν τα χέρια κατά τα δείπνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τους τ. κρί, κριθή παρουσιάζει μορφολογικές δυσκολίες, ενώ φαίνεται πιθανότερο ότι το θ. της λ. κρῖ-μν-ον ανάγεται στο ίδιο θ. με τη λ. κρίνω «ξεχωρίζω, κοσκινίζω»].

Greek Monotonic

κρίμνον: τό (κρίνω), χοντροαλεσμένο κριθάρι, χοντρό κριθάλευρο, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: coarse barley-meal, coarse bread, pl. also crumbs (Hp., Herod., Eup., Arist., pap., Lyc.).
Other forms: -ῖ-?
Derivatives: κριμνώδης κ.-like' (Hp., Ar.); κριμνίτης ἄρτος coarse bread (Iatrocl. ap. Ath. 14, 646a; Redard Les noms grecs en -της 90); κριμνῆστις πλακοῦντος εἶδος H. (cf. on κυλλῆστις)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. The connection with κρῖ, κριθή (Brugmann MU 2, 179, Chantraine Formation 215) is qua formation not explained. Rather to be analysed in κρι-μν-ον to κρίνω as "what is sieved" (Curtius 165, Brugmann Grundr.2 2: 1, 231 a. n.); cf. on κρησέρα. Rejected by Schwyzer 524. - Fur. 245 compares κρίνον kind of bread (Ath. 3, 114f: not in LSJ) as < *κριϜνον.

Middle Liddell

κρίμνον, ου, τό, κρίνω
coarse meal or a coarse loaf, Anth.

Frisk Etymology German

κρίμνον: (-ῖ-?)
{krímnon}
Grammar: n.
Meaning: grobes Gerstenmehl, grobes Brot, pl. auch Krume (Hp., Herod., Eup., Arist., Pap., Lyk. u. a.).
Derivative: Davon κριμνώδης ’κ.-ahnlich’ (Hp., Ar. u. a.); κριμνίτης ἄρτος grobes Brot (Iatrokl. ap. Ath. 14, 646a; Redard Les noms grecs en -της 90); κριμνῆστις· πλακοῦντος εἶδος H. (vgl. zu κυλλῆστις).
Etymology: Erklärung strittig. Die Anknüpfung an κρῖ, κριθή (Brugmann MU 2, 179, Chantraine Formation 215) ist bildungsmäßig nicht zu begründen. Eher empflehlt sich eine Zerlegung in κριμνον zu κρί̄νω als "das Abgesiebte" (Curtius 165, Brugmann Grundr.2 2: 1, 231 u. A.); vgl. zu κρησέρα. Ablehnend Schwyzer 524.
Page 2,20

German (Pape)

τό, auch κρῖμνον bei Ath. III.123c akzentuiert, grob geschrotene Gerste oder Dinkel, im Gegensatz zum fein gemahlenen, Hippocr. und Sp. Vgl. Leon.Alex. 30 (VI.302), αὐτάρκηςπρέσβυς ἔχων ἅλα καὶ δύο κρίμνα, wo es grobe Brote sind. – Κρίμνα χειρῶν, Brotkrumen, von grobem Brote, deren man sich zum Reinigen der Hände beim Essen bediente, Lycophr. 607.