κνῖσος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κνῑσος, τὸ (Α)<br />[[κνίσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος παρλλ. τ. του [[κνῖσα]], [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ος</i>].
|mltxt=κνῖσος, τὸ (Α)<br />[[κνίσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος παρλλ. τ. του [[κνῖσα]], [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ος</i>].
}}
}}

Revision as of 14:40, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῖσος Medium diacritics: κνῖσος Low diacritics: κνίσος Capitals: ΚΝΙΣΟΣ
Transliteration A: knîsos Transliteration B: knisos Transliteration C: knisos Beta Code: kni=sos

English (LSJ)

εος, τό, = κνῖσα, Com.Adesp.608, Sch.Il.2.423.

German (Pape)

[Seite 1461] oder κνῖσσος, τό, Nebenform von ἡ κνῖσα, wie ἡ δίψα, τὸ δίψος, ἡ πάθη, τὸ πάθος. Der sing. von τὸ κνῖσος wird in einem Schol. Iliad. 2, 423 aus einem nicht genannten Komiker angeführt, τὸ κνῖσος όπτῶν ὀλλύεις τοὺς γείτονας, Meineke Com. Graec. 4 p. 687. Der plural. τὰ κνίση erscheint in Stellen Homers als var. lect. So Iliad. 21, 363, ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον, ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ,

Greek (Liddell-Scott)

κνῖσος: τό, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ κνῖσα, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 335a, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 423, Εὐστ..

Greek Monolingual

κνῖσος, τὸ (Α)
κνίσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος παρλλ. τ. του κνῖσα, κατά τα ουδ. σε -ος].