Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαφύστιος: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
(6_4)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lafystios
|Transliteration C=lafystios
|Beta Code=lafu/stios
|Beta Code=lafu/stios
|Definition=α, ον, (λαφύσσω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">gluttonous</b>, APl.1.15*, Lyc.215. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., <b class="b2">devoured</b>, Id.791. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> title of Zeus among the Minyae, <span class="bibl">Hdt.7.197</span>; of Dionysus in Boeotia, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>557.51</span>; of devotees of Dionysus, γυναῖκες Lyc.1237.</span>
|Definition=α, ον, ([[λαφύσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[gluttonous]], APl.1.15*, Lyc.215.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[devoured]], Id.791.<br><span class="bld">III</span> title of [[Zeus]] among the Minyae, [[Herodotus|Hdt.]]7.197; of [[Dionysus]] in [[Boeotia]], ''EM''557.51; of devotees of [[Dionysus]], γυναῖκες Lyc.1237.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰφύστιος''': -α, -ον, ([[λαφύσσω]]) [[λαίμαργος]], [[ἀδηφάγος]], Ἀνθ. Πλαν. 15, Λυκόφρ. 1234, κτλ.· ― [[ὄνομα]] τοῦ Διὸς παρὰ τοῖς Μινύαις, Ἡρόδ. 7. 197, ἴδε Müller Εὐμ. § 55. ΙΙ. Παθ., καταβρωθείς, κατασπαραχθείς, Λυκόφρ. 791.
|lstext='''λᾰφύστιος''': -α, -ον, ([[λαφύσσω]]) [[λαίμαργος]], [[ἀδηφάγος]], Ἀνθ. Πλαν. 15, Λυκόφρ. 1234, κτλ.· ― [[ὄνομα]] τοῦ Διὸς παρὰ τοῖς Μινύαις, Ἡρόδ. 7. 197, ἴδε Müller Εὐμ. § 55. ΙΙ. Παθ., καταβρωθείς, κατασπαραχθείς, Λυκόφρ. 791.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαφύστιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[λαίμαργος]], [[αδηφάγος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατασπαράχθηκε<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Λαφύστιος</i><br />α) [[προσωνυμία]] του [[Διός]] στους Μινύες του Ορχομενού<br />β) [[προσωνυμία]] του Διονύσου στη Βοιωτία<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> [[οπαδός]] του Διονύσου («γυναῖκες λαφύστιαι», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[λαφύσσω]] και χρησιμοποιήθηκε ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]] με σημ. «αυτός που καταβροχθίζει», [[επειδή]] στη [[λατρεία]] του θεού [[αυτού]] ήταν χαρακτηριστικές οι ανθρωποθυσίες].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾰφύστιος:''' -α, -ον, [[λαίμαργος]], [[αδηφάγος]], σε Ηρόδ., Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λᾰφύστιος, η, ον [from λᾰφύσσω]<br />[[gluttonous]], Hdt., Anth.
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰφύστιος Medium diacritics: λαφύστιος Low diacritics: λαφύστιος Capitals: ΛΑΦΥΣΤΙΟΣ
Transliteration A: laphýstios Transliteration B: laphystios Transliteration C: lafystios Beta Code: lafu/stios

English (LSJ)

α, ον, (λαφύσσω)
A gluttonous, APl.1.15*, Lyc.215.
II Pass., devoured, Id.791.
III title of Zeus among the Minyae, Hdt.7.197; of Dionysus in Boeotia, EM557.51; of devotees of Dionysus, γυναῖκες Lyc.1237.

German (Pape)

[Seite 19] gefräßig, Ep. ad. 413 (Plan. 15) u. a. sp. D., γνάθοι Lycophr. 215. S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰφύστιος: -α, -ον, (λαφύσσω) λαίμαργος, ἀδηφάγος, Ἀνθ. Πλαν. 15, Λυκόφρ. 1234, κτλ.· ― ὄνομα τοῦ Διὸς παρὰ τοῖς Μινύαις, Ἡρόδ. 7. 197, ἴδε Müller Εὐμ. § 55. ΙΙ. Παθ., καταβρωθείς, κατασπαραχθείς, Λυκόφρ. 791.

Greek Monolingual

λαφύστιος, -ία, -ον (Α)
1. λαίμαργος, αδηφάγος
2. αυτός που κατασπαράχθηκε
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) Λαφύστιος
α) προσωνυμία του Διός στους Μινύες του Ορχομενού
β) προσωνυμία του Διονύσου στη Βοιωτία
4. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. οπαδός του Διονύσου («γυναῖκες λαφύστιαι», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λαφύσσω και χρησιμοποιήθηκε ως προσωνυμία του Διός με σημ. «αυτός που καταβροχθίζει», επειδή στη λατρεία του θεού αυτού ήταν χαρακτηριστικές οι ανθρωποθυσίες].

Greek Monotonic

λᾰφύστιος: -α, -ον, λαίμαργος, αδηφάγος, σε Ηρόδ., Ανθ.

Middle Liddell

λᾰφύστιος, η, ον [from λᾰφύσσω]
gluttonous, Hdt., Anth.