νομιστός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nomistos | |Transliteration C=nomistos | ||
|Beta Code=nomisto/s | |Beta Code=nomisto/s | ||
|Definition= | |Definition=νομιστή, νομιστόν,<br><span class="bld">A</span> [[customary]], Orac. ap. Phleg.''Fr.''36.10J.<br><span class="bld">II</span> [[conventional]], ν. πάντα καὶ πρός τι S.E.''P.''3.232. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />pensé, réputé, supposé.<br />'''Étymologie:''' [[νομίζω]]. | |btext=ή, όν :<br />[[pensé]], [[réputé]], [[supposé]].<br />'''Étymologie:''' [[νομίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νομιστός]], -ή, -όν (Α) [[νομίζω]]<br /><b>1.</b> ο νομιζόμενος, ο [[συνηθισμένος]], αυτός που γίνεται [[κατά]] [[συνήθεια]]<br /><b>2.</b> [[συμβατικός]], [[κατά]] [[συνθήκη]], [[κατά]] [[σύμβαση]] («οὐδὲ τῶν προειρημένων τι ἔστι φύσει τοῑον ἢ | |mltxt=[[νομιστός]], -ή, -όν (Α) [[νομίζω]]<br /><b>1.</b> ο νομιζόμενος, ο [[συνηθισμένος]], αυτός που γίνεται [[κατά]] [[συνήθεια]]<br /><b>2.</b> [[συμβατικός]], [[κατά]] [[συνθήκη]], [[κατά]] [[σύμβαση]] («οὐδὲ τῶν προειρημένων τι ἔστι φύσει τοῑον ἢ τοῖον, νομιστὰ δὲ [[πάντα]] καὶ [[πρός]] τι», Σέξτ. Εμπ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:43, 6 February 2024
English (LSJ)
νομιστή, νομιστόν,
A customary, Orac. ap. Phleg.Fr.36.10J.
II conventional, ν. πάντα καὶ πρός τι S.E.P.3.232.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
pensé, réputé, supposé.
Étymologie: νομίζω.
Greek (Liddell-Scott)
νομιστός: -ή, -όν, νομιζόμενος, οὐδὲ ὁ θάνατος τῶν φύσει δεινῶν εἶναι νομίζοιτο ἄν, ὥσπερ οὐδὲ τὸ ζῆν τῶν φύσει καλῶν..., νομιστὰ δὲ πάντα Σέξτ. Ἐμπειρ. ΙΙ. 3, 24, 232, σελ. 186.
Greek Monolingual
νομιστός, -ή, -όν (Α) νομίζω
1. ο νομιζόμενος, ο συνηθισμένος, αυτός που γίνεται κατά συνήθεια
2. συμβατικός, κατά συνθήκη, κατά σύμβαση («οὐδὲ τῶν προειρημένων τι ἔστι φύσει τοῑον ἢ τοῖον, νομιστὰ δὲ πάντα καὶ πρός τι», Σέξτ. Εμπ.).