νομιστός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νομιστός]], -ή, -όν (Α) [[νομίζω]]<br /><b>1.</b> ο νομιζόμενος, ο [[συνηθισμένος]], αυτός που γίνεται [[κατά]] [[συνήθεια]]<br /><b>2.</b> [[συμβατικός]], [[κατά]] [[συνθήκη]], [[κατά]] [[σύμβαση]] («οὐδὲ τῶν προειρημένων τι ἔστι φύσει τοῑον ἢ | |mltxt=[[νομιστός]], -ή, -όν (Α) [[νομίζω]]<br /><b>1.</b> ο νομιζόμενος, ο [[συνηθισμένος]], αυτός που γίνεται [[κατά]] [[συνήθεια]]<br /><b>2.</b> [[συμβατικός]], [[κατά]] [[συνθήκη]], [[κατά]] [[σύμβαση]] («οὐδὲ τῶν προειρημένων τι ἔστι φύσει τοῑον ἢ τοῖον, νομιστὰ δὲ [[πάντα]] καὶ [[πρός]] τι», Σέξτ. Εμπ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:43, 6 February 2024
English (LSJ)
νομιστή, νομιστόν,
A customary, Orac. ap. Phleg.Fr.36.10J.
II conventional, ν. πάντα καὶ πρός τι S.E.P.3.232.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
pensé, réputé, supposé.
Étymologie: νομίζω.
Greek (Liddell-Scott)
νομιστός: -ή, -όν, νομιζόμενος, οὐδὲ ὁ θάνατος τῶν φύσει δεινῶν εἶναι νομίζοιτο ἄν, ὥσπερ οὐδὲ τὸ ζῆν τῶν φύσει καλῶν..., νομιστὰ δὲ πάντα Σέξτ. Ἐμπειρ. ΙΙ. 3, 24, 232, σελ. 186.
Greek Monolingual
νομιστός, -ή, -όν (Α) νομίζω
1. ο νομιζόμενος, ο συνηθισμένος, αυτός που γίνεται κατά συνήθεια
2. συμβατικός, κατά συνθήκη, κατά σύμβαση («οὐδὲ τῶν προειρημένων τι ἔστι φύσει τοῑον ἢ τοῖον, νομιστὰ δὲ πάντα καὶ πρός τι», Σέξτ. Εμπ.).